Πλοήγηση ανά Ευρετήριο πηγών
Αποτελέσματα 207-226 από 518
-
Η γλώσσα τ'ς άμον ψαλίδ' κόφτ'
(1939)Πολυλογού, φλύαρη, κοτσομπόλα κ' εκείνη που δεν χαρίζει κάστανα, παρά τα λέγει όλα -
Η γραία ασ' τ' έπαθεν το κακόν κ' ύστερ' εσπάλτσεν την πόρταν
(1939)Η γριά αφού έπαθε κακό έκλεισε την πόρτα. Για απερίσκεπτο που δεν λαμβάνει προφυλακτικά μέτρα και μετά από πάθημα σοβαρό προσέχει -
Η κακέσσα η πεθερά εβγάλλ΄ την νύφεν σον πρόσωπον
(1939)Η κακή η πεθερά κάνει τη νύφη ν' αυθαδιάζει -
Η καλατζή χωρία χαλάν'
(1939)Ερμηνεία: Η ομιλία – τα λόγια – χωριά χαλάει, για το κοτσομπολιό που σπείρει τα ζιζάνια και δημιουργεί τις έχθρες και τα μαλώματα -
Η κόρ' έμαθεν αβράκωτος και βρακωμέντσα εντρέπεται
(1939)Η κόρη συνήθισε ξεβράκωτη και βρακωμένη ντρέπεται -
Η κόρ' εγάπανεν τον χορόν και ηύρεν λιριτζήν άντραν
(1939)Ανάλογο με την παροιμία: Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι του -
Η κορ' όσον το κάθεται η τύχ' ατ'ς ανηβαίν'
(1939)Για παρηγοριά των κοριτσιών που δεν άνοιξε η τύχη τους -
Η κορώνα ήμπαν πάει, μαύρα ωβά εφτάει. Πέραν ποταμού π' αν πάει, μαύρα ωβά εφτάει
(1939)Η κάργα όπου πάει, μαύρα αυγά κάνει. Και πέρα από ποτάμι αν πάει, πάλι μαύρα αυγά κάνει. Σαρκασμός για τους απρόκοφτους -
Η κοσσάρα πίν' νερό και τερεί και τον Θεόν
(1939)Η κόττα πίνει νερό και κυτάζει και τον Θεό. Για αχάριστους και για κείνους που ενώ έχουν όλα τ' αγαθά, διαρκώς παραπονιούνται και κακολογούν την τύχη τους, και που δεν λεν να βοηθήσουν και κανένα. Χρησιμοποιείται ακόμα και ...