Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 7961-7980 από 142579
Εβρηός της Λαbbρής (ο). Σκωπτ. Ο ενδεδυμένος, στα περασμένα χρόνια, με την τοπικήν νησιωτικήν ενδυμασίαν, του οποίου η βράκα δεν ήτο «ντουκ – χ’ ιαρισμένη» και δι’ αυτό οι σούφρες της ζώνης του ήσαν ακανόνιστες. Έτσι όμως εφαίνετο φουσκωμένος σαν παραγεμισμένος από άχυρα. Ομοίως και το στήθος του εφαίνετο σαν αχυρογεμισμένο. Αλλά και οι κάλτσες του ήσαν κατεβασμένες. Τοιουτοτρόπως δε ωμοίαζε, τρόπον...
Καρανικόλας, Σωττήριος Α.
(
1958
)
Μαγικές Ιδιότητες τ' Απήγανου
Όταν βαστά κανείς σπόρο απήγανο απάνω του, δεν τον πιάνει μάτι. Τον απήγανο τον φοβούνται και οι δαιμόνοι. Ο απήγανος είναι θάμνος μικρός, που έχει δυσαρεστη και δυνατή μυρωδιά και φυτρώνει ιδίως στους γκρεμνούς. Του αποδίδουν μαγικές ιδιότητες. Στον απήγανο κρεμάστηκε ο Ιούδας, λένε).
Συμινελάκη, Μαρία
;
Λιναρδάκη, Ελευθερία
(
1947
)
Μια φορά ο Χριστός περνούσε και ηύρε ένα γεωργό ο οποίος έσπερνε. Τον ερώτησε τι σπέρνεις. Τον απήντησε. Σιτάρι, λέει, σπέρνω. Αλλά το έσπερνε σε ακαλλιέργητο χωράφι και του λέγει θα γίνη εδώ; Θέλει ας γίνη λέει, θέλεις ας μη γίνη. Μετά προχώρησε προς τα κάτω και είδε ένα που έσκαβε, εξήλωνε κάτι τσαλιά (=παλούρια, αγκάθια) και βάτα και το έκανε χωράφι. Τον ερωτά: Τι θα το σπείρης; Θα γίνη σιτάρι...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1961
)
Επήγεν ο Χριστός και τόνε εσκέπασε το πρόβατο κ’ έχει ευκή από το Χριστό.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Η Παναγία Κατατρεμένη
Οι γι’ Αγουδαίοι ζυγώνανε την Παναγία να την πιάσουν μια φορά κι αυτή έτρεχεν σ’ έναν κάμπο σπαρμένο από λουμπίνια. Τα λουμπίνια ήσανε μεστωμένα και τα λουβιάν των τσίτωναν τα πόδια τση Παναγίας και ξαιμάτωναν. Η Παναγία στον πόνον τζη απάνω των καταράστηκεν: «την κατάρα μου νάχετε και την πίκραν τση καρδιάς μου να πάρετε» Μα κάποιοι φτωχοί που άκουσαν την κατάρα παρακάλεσαν τη Παναγία κ’ είπαν. «Όχι...
Άγνωστος συλλογέας
(
1927
)
Η Αγία Καλή
Όταν είχαν σταυρώσ’ το Χριστό, πήγαιν’ η Παναΐα με τ’ς μαθητάς κ’ ήτρωγε. Και πέρασ’ η Αγία Καλή και λέει: «Για δε, σταυρώσαν το γιο τ’ς και τρώει». Τ’ν εκατηγόρησε. Λέει, «Ωχ Αγία Καλή, μ’ ήκαψες με τ’ gουβέντα που ‘πες. Ω Αγιά Καλή κι ευλογημέν’ να ‘σαι όμως πάντα σκοτεινή κι αραχνιασμέν’ και να μη βρεθεί ποτέ ιερεύς να σε λειτουργήσ’». Κ’ είναι κάπου αυτή η εκκλησία, αλλά είναι σκοτεινά και γεμάτ’...
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Ήτανε, λέει, μια γυναίκα και στη ζήσι τση ζωής τση δεν ηβάλενε μεσ’ στο σπίτι τζη ζηθιάνο. Άλλο τίποτα δεν έκανενε μέρα νύχτα παρά να λεη: ω, Χριστέ μου και να σ’ έβλεπα, ω, Χριστέ μου, και να σ’ έβλεπα. Ένα βράδυ ο Χριστός την ενείρευψενε λέει: τη τάδε βραδυά θα ‘ρθω να με ‘δης. Απ’ ότι τση ‘πενε ευτό ήπιασε πια κ’ ήβαλενε χάμαι χαλιά κ’ ήστρωσενε. Εκεί ήρθεν ένα γεροντάκι τση λέει να κοιμήθη εκεί...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Τση Παναγίας η σπηλιά
Τον εκυνηγούσανε το Χριστό οι Εβραίοι κ’ επήενε εκεί μέσα κ’ εκρύφτηκενε κ’ εκεί ήτανε και τα πρόβατα και τον εκρύψανε από κάτω από την ουριάν τωνε που ήτανε πλατώρια. Επειδή εγλύτωσενε, το ‘κάμανε για τη Παναγία το σπήλαιο, επειδή ήσωσε το γυιό τζ’ εκεί πέρα. Έχω ιδέα πως εκεί την έπιασαν οι πόνοι κ’ εκεί ηναγκάστηκενε να τονε κρύψη μεσ’ στα πρόβατα και γι’ αυτό το λένε «τση Παναγίας η σπηλιά».
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Λούμπινα
Μια φορά τα λουμπίνια ήσαν κουκκιά. Επέρασεν η Παναγία τότε που είχαν σταυρώσει το Χριστό μέσα από τα κουκκιά. Δυο γυναίκες έλεγαν: Αυτή περνά μέσα από τα κουκκιά να τα κλέψη. Η Παναγία τις άκουσε και τως είπε: «Όση πικράδα έχει το στόμα της να ‘χουν κα ιτα κουκκιά της». Από τότε τα κουκκιά αυτά είναι πικρά.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Ο Χριστός είχε πρωτοπάει να κρυφτή στην αίγα, αλλά εκείνη εσήκωσε το ράδι της (=ουρά της) και δεν τον έκρυψε. Την καταράστηκε να έχη πάντα το ράδι πάνω.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Ο Ιούδας σαν επαράδωσε τον Χριστό επήε κ’ εκρεμάστηκε στη βρωμοξυλιά. Η βρωμοξυλιά εκούμπησε κάτω και ο Ιούδας δεν μπορούσε να πεθάνη. Εξανακρεμάστηκε και εχαμήλωσε η βρωμοξυλιά. Στην τρίτην φορά που εκρεμάστηκε δεν εχαμήλωσε τους κλώνους κ’ έτσι εκρεμάστηκε.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Μια φορά ο Χριστός επήενε σε κάποιο σπίτι. Αυτοί που ‘πήενε στο σπίτι dωνε εγνωρίζανε ότι είν’ ο Χριστός. Ο άdρας το λοιπό ήθελενε να του κάμη το τραπέζι και να μείνη στο σπίτι το βράδυ και του ‘λεεν’ η ‘υναίκα: μα δεν είναι λέει ‘dροπής που ‘ν ο Χριστός και θωρείς πως δεν αφίνουν οι ποdικοί; Πως θα μας αφήσουνε να φάμε; Βρε ‘υναίκα, λέει, όπως bορέση θα φάη, μια μέρα θάναι κ’ ευτός χρήσιμος ‘ια μένα....
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Βάτος
Ο Χριστός εζήτησε κρασί κι αντίς κρασί του πήγασι του καρπού του βάτου το ζουμί. Τότε του ευχήθηκε ο Χριστός να φυτρώνη κι από τη μύτη.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Άμα σταύρωσαν το Χριστό η Παναγιά όταν ‘ύρισε στο σπίτι της έβαλε και εμαέρεψε σύκα κ’ ήπιε το ζωμό, εκεί που έπινε το ζωμό περνούσε η Αγιά Καλή και της λέει: Μωρέ μάννα ‘εν ηντρέπεσαι εσύ (ν)α τρως και να κάμης έτσι κι ο γυιός σου μόλις να ‘ναι σταυρωμένος τότε η Παναγία θύμωσε με την Αγιά Καλή που της είπε έτσι και της είπε (ν)α φύη κι να μην είναι πια Αγιά.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Το χόρτο που έχει ακάνθες, το λέμε άγκαθο. Όταν το κόψουμε βγάζει κόκκινο σαν αίμα, και πιστεύουμε ότι μ’αυτό εκάμανε το στεφάνι του Χριστού και το κόκκινο το πήρε από τότε. Είναι το αίμα του Χριστού.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Ήταν ένας ξερός δέντρος κι πήγι ένας ληστής κι ξεμουλοήθ’κε. Τ’ λέει ο πνευματ΄κός. Κρέμασι μια αλυσσίδα στο λιμό και θα σ’χουρηθής άμα πέσει η αλ’σίδα. Είχε 99 σκοτωμένους ανθρώπους. Θα παίρνης ένα ποτήρ’ νερό και θα πααίν’ς να ποτίζης τον δέντρο τον ξερό κι άμα ανθίσ’ τότε θα σ΄χωρηθής. Αν βρης στο δρόμο διψασμένο θα τον δίν’ς. Ύστερα θα ξαναγυρίζ’ς. Απάν’ στα τρία χρόνια πέρασ’ ένας δρομή. «Σταμάτα...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Παναγία Χρυσορροϊάτισσα
Διηγούνται πως ένας ποιμήν επήγε για να κοινωνήση δίχως εξομολόγησι. Ήτο γνωστός ως κλέφτης. Κατά την ώραν της Θ. Κοινωνίας ο Αμνός φεύγει από την αγία Λαβίδα και πέφτει στο μανδήλι επάνω. Έφυγε ακοινώνητος και έντρομος. Ο Χριστός δεν τον θέλει. Είναι αμετανόητος.
Κοκολιού, Λ.
(
1961
)
Τα αυγά της Μεγάλης Πέμπτης τα βάφομε κόκκινα γιατί λένε πως μια γριά της είπαν ότι ανεστήθηκε ο Χριστός κι αυτή είπε: «Μπα, δεν ανεστήθηκε! Αν ανεστήθηκε να κοκκινίσουν τ’ αυγά που ‘χω στο καλάθι. Τ’ αυγά αμέσως κοκκινίσανε. Κι αυτή τότε το πίστεψε πως ανεστήθηκε ο Χριστός. Κι από τότε βάφουν τ΄αυγά».
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Πρόβατα
Ελεάσι ότι το πρόβατο έχει μεγάλο ράδι (=ουρά) και πλακέρικο (=πλακωτό) γιατί ο Χριστός ευλόγησε να είναι πίσω το ραδί του, επειδή έκρυψε το Χριστό όταν τον κυνηγούσαν οι Εβραίοι να τον πιάσουν.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Τότε που κυνήγαγαν οι Οβραίοι το Χριστό για να τον σταυρώσουν επήγε στο κριθάρι για να κρυφτή και το κριθάρι του είπε: Κρύψοι, αλλά είμαι χαμηλό και θα σε ιδούν. Και τότε ο Χριστός του είπε: βλογημένο να είσαι και να μη φωτρώνης όθι κι όθι. Ύστερα πήγε στο σιτάρι και ζήτησε να κρυφτή: Κρύψου, είπε, αλλά είμαι χαμηλό και θα σε ιδούνε. – Ευλογημένο να είσαι, του είπε και να μη φωτρώνης όθι όθι. Ύστερα...
Ραμαντάνης, Νικόλαος
(
1927
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση