Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 5881-5900 από 142579
Όταν νειρευτείς ότι χύνεται λάδι στο κατώι πρέπει να κατεβής χωρίς να κρίνης καθόλου. Περνάει ο Άφσος (παροιμ. Άφσος γίνηκαν εκείνα τα χρήματα) και πλημμυρίζει το κατώι λάδι. Τότε αν έχουν τα βαρέλια αδειανά τα γεμίζουν λάδι. Αν τάχουν γεμάτα με κρασί τ’ αδειάζουν για να βάνουν λάδι πούναι πιο ακριβό.
Ιωαννίδου, Μ.
(
1938
)
Το αλοάρι = βρέσιμο, αρχαία πράματα κρυμμένα, χρυσαφικά, λεφτά κλπ. Ώ! Θέ μου, μια ξόδεψη που ίνεται (γίνεται) κεί μες στο σπίτι, και, δε θαρρεί κανείς πως εβρήκαν αλοάρι. (τ’ αροάργια) Είντα λεφτοβόλι κι είντα κακό είν’ που το χαλούν ευτοί οι αθρώποι θαρρεί κανείς, πως είν΄αλοάρι μες στο σπίτι dώνε.
Ζευγώλη – Γλέζου, Διαλεχτή
(
1925
)
Πολλοί θωρούσι στον ύπνον των βίος, αλλά ‘ έν καταφέρουσι ‘ά τον πάρουν σώο γιατί ή τα λέουσι ή φωνάζουν μόλις τον βρίσκουν και χάνεται
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Λέγουσι και αδιστάκτως πιστεύουσιν ότι είς το μέρος ένθα είναι κεκρυμμένος θησαυρός καθ’ ήν ώρα εκφωνείται το Χριστός Ανέστη (ο καλός λόγος) φαίνεται άνωθεν λαμπάς καίουσα. Όταν δε ίδωσι τινα άπου σκάζοντα εκ της εκκλησίας κατ’αυτήν την επίσημον ‘ωραν υποπιστεύονται ότι απήλθε προς ανόρυξιν θησαυρού. Καθ’ ήν δε ώραν σκάπτουσιν ίνα εκβάλωσι τον θησαυρόν ανάγκη να μη ομιλήση κανείς διότι του γενομένου...
Μανασσείδης, Συμεών Α.
Λέμε ‘μείς ότι άμα βρούμε βίος τότε πρέπει ‘α φωνάξωμε ότι θέλομε φλουριά, χρυσό κι ότι άλλο και ότι φωνάξομε αυτό γίνεται. ‘Γώ ήμουν κοράκι πή(γ)α στο χωράφι, το χωράφι ήτο στον Άι Νικόλα (βορ.του χωρ.) και είδα μια πατελία πά’στο χωράφι και είμασταν κι άλλοι μαζί και φώναξα : Να μια πατελία ‘α ‘ βρίσκα κι άλλες και γέμισε ο τόπος πατελίες και τις φάγαμε, αν ζητούσα άλλο πράγμα (θ)α γινόταν, γιατί...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Παράδοσις
Στο Κάστρο υπήρχε μια πέτρα μεγάλη φραγισμένη. Είχε λίρες μέσα. Έστειλε ένας άλλον να το πάρη. Το πήρε ο άλλος και δεν ήξερε τι ήταν.Το πήγε στον άλλον. Εκεί που έφθασε όπως το κατέβαζε αποτόν ώμον του έπεσε κάτω έσπασε και γέμισε ο τόπος λίρες. Βρέ τι έπαθα και δεν τις έπαιρνα εγώ.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Μια φορά ένας είδε στον ύπνο του ότι έξω από τον περίβολον του νεκροταφείου της εκκλησίας μας υπάρχουν πολλά λεφτά. Τότε αυτός δεν το είπε σε κανένα και επήρε τα εργαλεία του, ένα όπλο και μια τριχιά και επήγε και έσκαβε. Αφού έσκαψε πολύ ώρα, ευρήκε εκεί χωμένο ένα μεγάλο δένδρο, του οποίου είχε απομείνει μόνον ο κορμός. Σε λίγο όμως βγαίνει ο αράπης και άρχισε να τον κυνηγάη. Τότε αυτός αρπάζει...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Στο Κύφι της Βράχας είναι χρήματα και πολύς χρυσός. Βλ.μαθητική συλλογή μύθων έν Βράχας Ευρυτανίας
Άγνωστος συλλογέας
(
1938
)
Όποιος ονειρευτή ότι σ’ένα μέρος υπάρχει θαμμένο χρήμα πρέπει να πάη να ρίξη στάχτη. Την άλλη μέρα θα κοιτάξη στην στάχτη πάνω τι ίχνη υπάρχουν. Όποιου ζώου τα ίχνη, ή πατημασιά, υπάρχει πάνω στην στάχτη πρέπει να σφαγή για να βγή ο θησαυρός.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Μπουγά τη βρύση
Εδώ λένε πως ένας αράπης που τόνε λέγαν Μπουγά, έβοσκε το βράδυ τα χρήματα. Α κόμα φοβούνται να περάσουν από δώ. Το βράδυ δυό-δυό περνάνε.
Σακελλαριάδης, Χαρίλαος
(
1930
)
Εδώ στον ποταμό , κάτω από τη χώρα, ίσα κάτω από το Κάστρο, είδα στον ύπνο μου πριν από 40 χρόνια, ήμουνα ακόμη στα καλά μου να πάω εκεί στην εκκλησιά τσυ Αγίου Κωνσταντίνου να σηκώσω την Αγία Τράπεζα, ήτονε λεφτά αποκάτω να τα πάρω. Ήρθε τρείς βραδυές στον ύπνο μου και μου το ‘ πε αλλά δεν πήγα! Φοβήθηκα! Άμα θα πάς να πάρης τα λεφτά αυτά δεν πρέπει να το πής γιατί άμα το πής θα γίνουν κάρβουνα.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1960
)
Αράπης(ο), μέλαν δαιμόνιον των οίκων, μώρος Αραπίνα (η), θηλυκό του ανωτέρω
Δένδιας, Μιχαήλ, Α.
(
1917
)
Παλιά υπήρχε το χωριό Βερβέρη. Εκεί τώρα υπάρχουν μνήματα και μια παλιά γκρεμισμένη εκκλησία καθώς και θεμέλια από παλιά σπίτια. Επειδή οι κάτοικοι διώκονταν από κλέφτες μάζεψαν τα λεφτά τους που ήσαν σε νομίσματα και τα έκρυψαν σε μια σκιά ενός δέντρου φτελιάς. Για να διακρίνουν το μέρος τα έβαλαν έτσι ώστε εκεί να κτυπάη η κορυφή η άκρη της σκιάς του δέντρου κατά την ανατολήν του ηλίου την πρώτην...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Στοιχειά
Πολλά βγαίνουν ακόμη σήμερα στις βονζελές (Ρετζέπη Κρυονερίου) στ’ άσπρα ντυμένα, με μεγάλα μουστάκια, με πίππες στο στόμα και κομπολόι στο χέρι. Τα ονομάζουν καλότυχα και φοβερίζουν τα μικρά παιδιά.
Μπέλλος, Αναστάσιος Ζήση
(
1962
)
Αραπούλα
Εδώ έβγαινε κάποιος Αράπης κι’ έβοσκε λεφτά. Τον ακούνε ακόμα που βόσκει τα τάλλαρα.Το βράδυ σκιάζονται να περάσουν από ‘κει. Τόσο τον φοβούνται, ώστε κι ακόμα τα μικρά παιδιά όταν κλαίνε τα σκιάζουνε με την αραποπούλα για να τα μορώσουν.
Σακελλαριάδης, Χαρίλαος
(
1930
)
Στο Φανάρι,στην Καντουνάδα μέσα, στο Καστρί απονκάτου, λένε πως έχει θησαυρό κι έχει φαντάσματα. Θέλουνε να πούνε πως επήανε δυό κι εσκάβανε κι είπανε να μη μιλήσουνε, αλλά εμιλήσανε κι είπαν : Να τα μοιράσουνε! Κι εχαθήκανε ούλα.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Ο Νικόλας ο Γαβαλάς επήε σε μια παλαιά εκκλησιά και ‘βγήκε ένα βρέσιμο, πολλά λεφτά, φλουριά. Τα ‘πήε στην Αθήνα και τα ‘ξαργύρωσε. Επήρε εμπέρευμα το’φερε στην Τραγέα, επίπλωσε το μαγαζί και κατόπι καθότανε άνεργος. Το ‘πενε ότι ‘βρήκε το βρέσιμο. Εν τω μεταξύ όμως ασθένησε και γιατριά δεν έβλεπε και απέθανενε. Όπως είπανε, επειδή ευρήκε το βρέσιμο απέθανε, δεν έπρεπε να ‘ πή.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Ο κρυμμένος θησαυρός
Είταν παλαιά ένας ναυτ’κός και κάθε φορά που γύριζε στο νησί ήφερνε στον Τριαντάρο(70) λεφτά και χρυσάφ’ και τα ‘κρυβε σε μια τρύπα μές στη γή. Όταν γέρασε, φώναξε τ’ς γιοί τ’ και τ’ς λέει : <Εγώ κουράστ’κα πια να ταξιδεύω. Αυτό το ταξίδ΄θα ‘ναι το τελευταίο. Απέ(71) θα σας πώ που έχω κρύψ’ το θησαυρό >. Αλλ’ απ’το ταξίδ’ εκείνο δεν ξαναγύρισε.Πνίγηκε, χάθ’κε, ποιος ξέρ’ ; Έτσ’ μέν’ ακόμα κρυμμένος...
Φλωράκης, Αλέκος Ε.
(
1971
)
Όταν έβλεπε κανείς όνειρα ότι στο τάδε μέρος υπάρχουνε λεφτά, το όνειρο αυτό επερίμενε να το ιδή τρείς φορές. Μετά επήγαινε στο μέρος αυτό που είδε όνειρο ότι υπάρχουνε χρήματα και έρριχτε στάχτη να ιδή τι πατησιά θα υπήρχε. Όποιου ζώου πατημασιά ήτανε ή ανθρώπου έπρεπε να σφαχτή επάνω εκεί για να μπορέση να βρή τα λεφτά και να τα πάρη, διαφορετικά δεν θα μπορούσε να τα πάρη.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Κάτω στην Ταράτσα(τπνμ) επέρασε καένας παλαιός κ’ ηύρενε καένα αράπη κ’ ήβοσκενε χιλιάδες φλουριά. Αυτόρ, λέει, είχεν ‘ ακούσει ότι όποιος βαστά ένα κόκκινο μαdήλι και το ρίξη κάτω, όσα φλουριά θα περάσουνε από ‘ πάνω πέφτουνε και ψοφούνε και δε τα ‘ υρεύγει πιά ο αράπης. Δεν ξέρω πιά, το ‘ριξενε;
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση