Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 5541-5560 από 142579
Του Στ'χειό τς Αμπρακιάς είνι ένα μαύρου βίδ' μη φλώρα αυτιά. Νια βουλά πούμνα τσούπα κι φύλαγα νια βραδυά τα γδουπρόβατα στ' Γιάνν' τ'αλών, αηκού μουγκρητό απου βόιδ'. Σκέπκα τι βόιδ' είν' αυτό. Κόλλ'σα απάν σ'έναν έλατου, ήρθε ικεί στ'ρίζα κι δεν κούντρησι να τουν κρημίσ', αλλά δε μπορ'σι κι έφγι απάν τα γίδια, αλλά δε βάρισι κανένα.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1925
)
Στην αγία Παρασκευή στον Τσεσμέ, κάτ'απο την Εκκλησία έχ' κόκκαλα και πα στο μεσημέρ' μουgρίνζε.
Μέγας, Γ. Α.
(
1938
)
Κουβαράς
Είναι τόπος στο Δυρράχι, που του λένε Κουβαρά, απο το όνομα ενός ηρωικού Κουβαρά, που σκότωσε δυο στοιχειά στο μέρος, την ώρα που πάλευαν.
Τσίριμπας, Δημήτριος Α.
(
1926
)
Στοιχειά Μεσαίας Κάψης
Κεί 'ς του μπάτου τ χουρτιού είνι ένας πλάτανος κι κεί λέν πως κάθι βράδ βγαίν ένας Αράπς μ'ένα σπαθί. (μπάτου=εις του πάτον (κατώτατον μέρος))
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1919
)
Ο Μεσημεριανός είναι ένα αερικό που περνάει το μεσημέρι. Καμπόσοι δεν το πιστεύουνε και το μελετάνε μονάχα για να σκιάζουνε τα μικρά παιδιά, μα κείνο είναι το και περνάει όξω απο τα σπίτια. Κάποια βολά νια μάννα, για να κάνη το παιδί της να ησυχάση, φώναξε. <Έλα, Μεσημεριανέ, πάρτο> κι ήρθε και το πήρε.
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1938
)
Λένε, νια βουλά του Στχειό τς Μώηστας : ένα μαύρου βόιδ' κι του Στχειό τ' Κιφαλόβρυσ', ένα λιάρου βόιδ πιάσκανι κι τσακώνουντανι στου ρέμα ιδώ κάτ', γιατί αυτά είνι νιρούσια Στχειά. Κι νίη'σι του Κ.φαλουβρυσίτκου. Του Μουνσκάν'κου έφγι.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1925
)
Ζούζουλα, τα=μικρά ζωίρια (2) οι αλλαχού λεγόμενοι καλικάντσαροι. (ζούζουλα και μούζουλα).
Ρέκας, Β. Δ.
(
1925
)
Ένας Κουσσ'νιώτς πήι στ' ράχ' στν Κουσσίνα νια βουλά κι ηύρι ένα λιάρου βόιδ' κι αυτό ήτανι του Στ'χειό τς Κουσσίνας κι έκαψη να του σκιάξ' κι τουν πλάκουσι τς κουντριές κι τουν σκότουσι. Ίσια ίσια π'βώδουσι κι του μαρτύρσι τι έπαθι κίπικ πέθανε.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1925
)
Υπάρχουσι νε ουχί μούον σικίαι στοιχειωμέναι, αλλά ς' δένδρα εν σίς εδρεύουσι φθαροπσιά στοιχεία ούτως τολμά να κενπήση πέλεκιν επ' αυτού, άν δε εις λίαν τολμηρός αποφασίση να κόψη δένδρον τι του τοιούτου είδους, τότε αίμα ρέει εν του κομέντος δένδρου, λαμβάνει δε ούτος ταπίχειρα της αυσή αυτόν τόλμης, διότι ή το δένδρον θα πέση να καταπλακώση αυτού, η ετερόν το κακόν θα πάθη.
Μακρής, Παναγιώτης Γ.
(
1892
)
Εις ωριαίαν από της λαγγάδας απόστασιν υπάρχει βαθεία κ’ δασώδη τελιτός απολήγουσσα εις την θάλασσα, ήτις καλείται ‘’του Κονίμ το μνήμα’’. Ουδείς των εντοπίων εγχώρισε τον Κονίμ ή ακριβείς πληροφορίας γινώσκει περί του θανάτου του φαίνεται όμως ότι ο Κονίμ ήτο ήρωας κ’ ότι απέθανε πρό δυό ή ‘ς επέκενα εκατο ντάδων έτως με σίακον θάνατον. Το εκεί χυθέν αίμα του έγινε τελεσίμι, το οποίον ολίγους μόνον...
Μακρής, Παναγιώτης Γ.
(
1921
)
Νια βουλά 'ς τν Αβόραν', άμα θα πέθινι κανένας βρουχέταν του στχειό. Ήμναν κουρίτσ' κι μι σήκουσι η μάννα μ τα μισάν'χτα κι τάηκ'σα. Η Αβόρανη είναι χωρίον της Ναυπακτίας εν τω δήμω Κλεπαίδος, η δε βεβαιούσα, ότι ήκουσε το στοιχειό βρυχώμενον είναι η Αικατερίνα Σταυροπούλου εκ Ζηλίστης, την καταγωγήν έλκουσα εξ Αβόρανης, ετών 55. (βρουχέταν=Εβρυχάτο, τάηκ'σα= το άκουσα.)
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1914
)
Στοιχειά Μεσαίας Κάψης
Στη μέσ' του χουριό μ είνι ένας πλάτανους τρωνός κι λέν ότ ήταν απάνου ένα στχιό κι αυτό έβγινι, φούντα πάθινι του χουριό τίποτα, ή βούλιαι ή σειόντα, κι μούγκριζι τρείς βουλές κι ταράζουνταν του χουριό. Έχ σαράντα χρόνια να βγή καθώς βούλιαξι του χουριό.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1919
)
Ζούμπερα, τα= τα φαντάσματα τα νυκτεριναί.
Βογιατζίδης, Ι. Κ.
(
1926
)
Γήσκος του σπιτιού = ο καλός ή κακός δαίμων της οικίας. π.χ μ'επήτησεν ή δεν μ'επήκυσεν ο γήσκος του σπιτιού.
Μανασσείδης, Συμεών Α.
(
1920
)
Η συοιχειωμένη καμπάνα
Αναφέρομν ενταύθα παράδοσιν, όπως την ηκούσαμεν εν αγία Ρουμέλη Σφακίων. Την πρώτη φορά, που μπήκασι(ν) οι Τούρκοι ‘ς το χωριό μας, μερικοί χωριανοί εκατέβασαν από το καμπαναριό τς αγίας Τριάδος τη μεγάλη καμπάνα και εκάμασι(ν) ένα λάκκο βαθύ και τηνέ θάψασι να μη λάχη και τηνέ βρούσιν οι Τούρκοι και τήνε σπάσουσι. Σαν ησύχασεν ο τόπος κ’εγαείρανε οι μουτήδες ‘ς το χωριό, εστάξανε τα σπίτια και χτίσασι...
Άγνωστος συλλογέας
Το στοιχειωμένο μελίσσι
Σ μπ'ετρ απάνου έχ νια τρύπα κι κεί μέσα είνι ένα στοιχειουμένου μελίσσ. Πήι ένας Λασπιότς νια βουλά να πάρ μέλ κ'έβγανι τέσσιρις τενικέδις μέλ απου μέσα. Κουντά τούπι του στχιό <Ζών> κι αυτός νόμσι ότ το είπαν οι φίλοι τ κι έβγανι κι άλλου τινικέ. Κεί π' κρέμασι κατ τουν τινικέ μι 'ν τριχιά η τριχιά γέντιι φείδ κι αυτήνους σκιάχτι κ'έπισι κατ άφ μπέτρα κ'έγνι κουμμάτια. (μπέτρ= Κρημνάς μεταξύ Μαυρτίλλου...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1919
)
Χιλιάντρισσα= στοιχειό, όπερ θεωρούσιν ότι είναι λούγκρα με χίλια λουγκριά λέγεται εκεί προς γυναίκες ύβρικές.
Χαβιαράς, Δημοσθένης
(
1919
)
Ρε παιδιά, με σταύρωσε το στοιχειό της βρύσης, λέμε. Μέσ' στις βρύσες έναι κρούσμξατα, νεράιδες, παπάδες, τραγιά, απ'ούλα προσοχή θέλει, που μαλώνουν λέει η μια : αι σαπέρα στοιχειό της βρύσης.
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
(
1944
)
Στοιχειό : Άνθρωποι φορούντις επί της κεφαλής Τσεμπέρια (φακόλια) και εξερχόμενοι μετά την 12 ώραν.
Γεωργιάδης, Νικόλαος
(
1920
)
Στοιχέο= φάντασμα, ει κεν ανύπαρκτος φρ. '''ς το τρίστρατο βγέλλουνε στοιχειά'', φοβούμαι τα στοιχέα την νύχτα.
Αλεξανδρής, Απόστολος
(
1919
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση