Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 4981-5000 από 142579
Παραδέχονται ότι απο ''τον τζάκη'' (καπνοδόχον) καταβαίνουν οι καλλικαντζαραίοι που τους λένε ότι είναι δαιμόνια. Τους φαντάζονται κουτσούς, μικρούς, μαύρους και άσκημους πολύ. Βγαίνουν το βράδυ και την ημέρα κρύβονται στου τζιάκη.
Μπακάλης, Ιωάννης
(
1937
)
Τα δωδεκάημερα τη νύχτα δε βγαίνουν όξω, αλλά πάντα μέσα κάθονται και άν ημπόρουν να βουλλώνουν και την κλειδονότρυπα της οξωθύρας του ξωστιού (εξώστον), γιατί τα ησκιωτικά μπαίνουν πι κι απο την κλειδονότρυπα.
Σάρρος, Δημήτριος Μ.
(
1919
)
Καλλικάτζαροι 'Φάσματα νυκτερινά τα οποία πιστεύουν εν τη Στερεά Ελλάδι, ότι, κατέρχονται εκ τη καπνοδόχου και μολύνουσι την στάκτην της εστίας κοπρίζοντες εν αυτή τοιαύτην σημασίαν έχει παρά Κρησι και η Πεφταργιά (=πέμπτη εσπέρα)προσωποπεποιημένης ήτις εκ τας γυναίκας τας εργαζομένας το εσπέρας της Πέμπτης πέρανται δέοντος παρουσιάζεται υψηλή μέρρι της, στέγης και εκ της καπνοδόχου κρέμα κατ'αρχάς...
Ζωγραφάκης, Ιωάννης Ν.
(
1920
)
Παγανά (τα), οι αλλαχού καλλικάντζαροι, τα κακοποιά πνεύματα.
Μαρινάτος, Σπ.
(
1918
)
Μακρής, Παναγιώτης Γ.
(
1920
)
Αράωρα παράωρα παραωρίτες είμεστε παράωρα δαιβαίνομαι παράωρα μην κάθεστε ογλήγορα να πέσητε μαλλιά μη λαναρίζετε ρεβίθια να μημ ζένιτε κουκιά μη μπρογκανίζετε. Σημ. Λέγουν τούτο εις τα παιδιά ίνα κοιμώνται εγκαίρως οσάκις επιμένουν να ακούουν παραμύθια και δεν κοιμούνται. Οι παραουρίτες παριστώνται εις τα παιδια κι είδος καρκαντζέλων (καλλικαντζάρων) Η αρχή της ωδής είναι η εξής. Μια νύφ’ ν’ανάγκαζ’...
Σάρρος, Δημήτριος Μ.
(
1919
)
Τα δωδεκαημερα μια φορά ένα ησκιωτικό είχε γένει σάμ παπάς και μπήκε σε μια εκκλησιά μέσα, αλλά τον έννοιωσαν αμέσως κι έκλεισαν σφιχτά τες θύρες κι εβούλωσαν ως και τις κλειδονότρυπες κι αρχίνησαν δια του πάρτο όλο θυμίαμα, την εθυμιάτησαν ως που ο παπάς εκείνος έσκασε, κι ύστερα γίνηκε μαύρος κόρακας κι απέταξε μια φορά 'ς την κορφή της εκκλησιάς κι έπεσε κάτω κι έσκασε. Και εκεί πόπεσε κάτω κι...
Σάρρος, Δημήτριος Μ.
(
1919
)
Καλικαντζάρους δέχονται και τους ονομάζουν ''Καρκάντζαλοι'' τους φαντάζονται δε ως πνεύματα κακά προσωποποιημένα εις απαίθια και φρικαστικής μορφής πρόσωπα. Κατέρχονται απο το τζάκι και μόλις φωνάξει ο πετεινός την νύχτα χάνονατι. Εμφανίζονται εις την γήν μέχρι των φώτων ότε εξαφανίζονται δια του αγιασμού των υδάτων.
Μπακάλης, Ιωάννης
(
1937
)
Τα δωδεκαήμερα ρήχνουν 'ς τη φωτιά άλας, για να φεύγουν μακριά οι ανακαρταίοι.
Σάρρος, Δημήτριος Μ.
(
1919
)
Από της 25 Δεκεμβρίου άρχεται το βασίλειον των καλλικαντζάρων διαρκούν μέχρι των Φώτων και ουδείς τολμά κατά τας εν τω μεταξύ νύκτας να εξέλθη. Το μεταξύ Χριστουγέννων και Φώτων διάστημα καλείται δουδικάμηρου (= δωδεκαήμερων) καθ’ ο ‘’Άγουρα παράγουρα παπαδιγιές δεμ ψένουσι κουκιά διγ κατζαλίζουνι’’. Τα φώτα γίνονται την δεκάτην τρίτην από της Χριστού γεννήσεως ως δηλοί το ‘’ς τα δώδικα τα κάλαντα...
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος
(
1919
)
Ο Πολλύδωρος ήταν εφταμηνίτες και μια βραδυάν τα Χριστούγεννα τον επέιραν οι όξ'απεδώ και του επήγαν εκ έναν ποταμόν. Εκεί είδεν παιχνίδια και χορούς και το πρωί επήεν και τον επήρεν ο παπάς με το σταυρό.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Κουρουκόντζαλους=καλλικάντζαρος
Στεφανίδης, Κ.
(
1918
)
Η γή με το στυλό που τημ βαστάει και τα δαιμόνια
Τη γη την βαστάει ένας στούρος (ή στρίορας) σιδηρένιος, γύρα-γύρα 'ς το στούρο είναι τα δαιμόνια που του ροκανίζου όλον το χρόνο η που τα Χριστούγεννα τον φωτιάνουν λιανόν σαν κλιτοί, τότε λεν ας πέσωμε να κοιμηθούμε λίγο τώρα τα Χστούγεννα, να ζαποστάσουμεν. Κι έτσι έρχεται πάλι 'ς τομ ποσό του (=γίνεται όπως πρώτα). Τα δαιμόνια ξυπνούν, το γλέπουν κι αρχινούν πάλι να τον ροκανίζουν. Αυτό λένεται...
Σάρρος, Δημήτριος Μ.
(
1919
)
Οι Καλλικάντζαροι
Την εσπέραν της προ της παραμονής την θεοφανείων ημέρας τα τεφατόμορφα και παιδοκτόνα ταύτα μορμολύκεια συναισθανόμενα την εν Ιορδάνη παρουσίαν του θεανθρώπου ενώ τας κάρας των δρακόντων συνέθλασε λέγουσι προς άλληλα τα εξής εν είδες επωδού :<qεύντι, να φεύνουμι κι έqθασ’ η Τιρλόπαπας: μη τη πατιρίτσα του και μι τη βριχτούρα του>διότι παραδέδοται ότι ο Ιησούς Χριστός είπε νηπιάζων περί του δωδεκαημέρου...
Οικονομίδης, Απόστολος Β.
(
1920
)
Δωδεκάημερα και Καλλικάντζαροι
Aπο την ημέρα της εορτής των Χριστουγέννων μέχρι της εορτής της βαφτίσεως, είναι τα δωδεκάημερα. Αυτές τις ημέρες οι Καλλικαντζάροι επισέπτονται τους ανθρώπους. Φαντάζονται ότι οι Καλλικάντζαροι (κολλικάνζαροι-καλλικαντζόνια-καρκατγέλια) είναι ανθρωπόμορφοι, με γένεια, δεν έχουν πόδια, είναι στηθειά, με μπάκες (κοιλιές) μεγάλες, πολύ σβέλτοι (ευκίνητοι), πηδάν από δέντρο σε δέντρο και από τα κεραμίδια...
Τσίριμπας, Δημήτριος Α.
(
1926
)
Τα Καλικαντζούρια
Τα Καλλικαντζούρια βγαίννι απ του Χστού ως τ Σταυρού εις τα Φώτα κι άλλες φορές πιάννι χουρό 'ς τ'αλώνια 'ς τα τρίστρατα κι 'ς του τσουρούς κι χουρεύνι ή παίζνι τουν κούκου, τουν κρυφτό. Άλλις φουρές τρυπώννι 'ς τ'αντζάκια κι καθόντι 'ς τ γουνιές κι κάπουτε πααίννι κι βρέχνι τουν κόσμου 'ς τουν ύπνου τ. Κε οι ανθρώπ για να μην τς βρέχνι οι Καλλικαντζουραίοι βάννι κι καίνι αγριοκιρασές. Μπαραμοννή...
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Κατα την παραμονήν των Χριστουγέννων, σύμφωνα με την παράδοσιν, μεφανίζονται οι Καλικάντζαροι. Η παράδοσις τους θέλει κακοποιά στοιχεία. Δια να προφυλαχθούν λοιπόν απο τους καλακατζάρους, δεν βγαίνουν έξω απο την νύκτα λουσμένοι και αλλαμένοι, θέτουν δε εις το τζάκι ένα κόσκινο με σταυρό απο στάκτη. Ούτως αποτρέπεται η είσοδος των και δι'αυτής η κακοποίησις των εν τη οικία. Η κακή των επίδρασις, πιστεύουν,...
Ράγκος, Ιωάννης
(
1939
)
Κατσικαντάρης= Καλλικάντζαρος
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1919
)
Καλλιβρούσηδες ή καλλικαντζάροι
Οι καλλιβρούσηδες ή καλλικαντζάροι θεωρούνται μικροί δαίμονες, οι οποίοι <βγαίνουν> την νύκτα της παραμονής των Χριστουγέννων εκάστου έτους εις τας υπογείους αποθήκας των χωρικών και χορεύουν μεταξύ των. Οι οικείοι φροντίζουν απο πρωίας να έχουν καθαρίση καλώς απο πάσαν ακαθαρσίαν τα υπόγεια, διότι όταν είναι πολύ καθαρά πιστεύεται όι <δέν πολυβγαίνουν>. Καθ' όν δε χρόνον χορεύουν <κατουρούν> και...
Άγνωστος συλλογέας
(
1918
)
Η γρήα που πήγαινε στη βρύση, τσαί την ηύρανε τα λυκοκάτζαρα.
Μια φορά μια γρήα σηκώθη νύχτα, ζαλώθη το βαρέλι της τσαι πήγαινε στη βρύση να φέρη νερό πριν να ξυπνήσουμε ταγγόνια της. Μόλις έφτασε απ’όξ’ από της γριά Σπανούς τα’αλώνι, είδε τα λυκοκάτζαρα μέσα που χορεύανε. Πάνε τσαι τήνε παίνυνε. <Έλα δώ, γρήα ξεζαλώσου. – Αφήστε με, παιδάτσι μου, να πά’να γιομίσω το βαρέλι μου, γιατί θα κλαίνε ταγγόνια μου αφήστε με τήγ κακομοίρα. –Ξεζαλώσου λένε> Η κακοκμοίρα...
Φραγκούλης, Χρήστος Β.
(
1918
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση