Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 4021-4040 από 142579
Διάβολος
Κατοικεί στις διάφορες τρύπες, εξ ου και «στου Διαβόλου την τρύπα».
Ράγκος, Ιωάννης
(
1939
)
Λυκοφαγωμένος, ο= ο διάβολος π.χ. φύγε από κοντά μου, λυκοφαγωμένε.
Πετρόπουλος, Παν.
(
1930
)
Ο λαός δεν τρώγει το κρέας κρημνισθέντος ζώου ή φονευμένου θηράματος εάν τυχόν ήθελε μείνη έξω την νύκτα, διότι ως υποπτεύει το επεσκίασεν ο διάβολος «Δρασκέλισε το ήσκιωμα». Του κρημνισθέντος δε ζώου δεν τρώγει το κρέας και εάν παρετήρησεν όρνεα τρώγοντα εξ’ αυτού. Των δε σφαγείων το κρέας, εάν τυχόν ήθελε μείνη δια την επομένην διαπερά δια τινος σιδηρού οργάνου, ίνα μη υποστή την επήρειαν του πονηρούυ...
Παπαγεωργίου, Ιωάννης
(
1913
)
Η σκιά τσ’ συκιάς και τσ’ καρυδιάς είνι βαρειά. Έχ’ πικρό φύλλο. Μια φορά έπεσ’ ένα φίδ’ πάν’ απ’ d ‘gαρυδιά. Πήγι ένας να το σκοτώσ’, μα κείνο τον δάgασι κι αμέσως πέθανε. Ήταν ο διάβολος πόπισι απ’ d’ gαρυδιά.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1940
)
Σατανάς= Πονηρός, ανάβολος, Σύναξη= η σύναξη των Δαιμόνων (τούρκ. Νταβούκ) με την Σολωμονικήν.
Κονδυλάκης, Ιωάννης Δ.
(
1919
)
Το πηγάδ της Μάϊσσας
Ο βασιλιάς διατάζει και την δένουν (την μάϊσσα, που εμάγεψε τη βασιλοπούλα) επάνω σε δυο άλογα άγρια και ύστερα τα απόλυκαν τα άλογα και την έκαμαν χίλια κομματούδια. Ο βασιλιάς ύστερα διέταξε και τα έμασαν όλα τα κομματούδια και τα έρριψαν σ’ ένα βαθοπήγαδο, εκεί μέσα έρριψαν και την καρφίτσα εκείνη. Κι από τότε το πηγάδ’ αυτό βγάζει όλο καπνό και θαρρεί κανένας πως είναι κανένα ηφαίστειο και γεμάτο...
Θεοχαρίδης
(
1897
)
Όταν ο Λ. Σέκρος που αναφέρω αλλού (σελ. 47) άκουσε την ιστορία που αναφέρω αλλού (σελ. 44, βλ. Μαγείαν) είπεν: Αλήθεια, υπάρχουν τέτοια πράγματα και πρέπει να τα πιστεύη κανείς. Εγώ θυμούμαι μια φορά στο χωριό μας (Δενδροχώρι Καστορίας) που ήρθεν ο πάππος μου αργά το βράδυ με το μουλάρι μούσκεμμα στον ιδρώτα και κατακουρασμένο. Τι είχε γίνει; Ο πάππος μου ήταν στην ακροποταμιά στο λιβάδι του και...
Μπακάλης, Ιωάννης
(
1937
)
Άλλη να βολά ο ίδιος ο μπάρμπα Γιώργης ο Τσόκας ερχότανε από τα Γρεβιτσά. Νύχτα, σκοτάδι. Εκεί κάτω από το Ζιζάνι βλέπει δυο να κατεβαίνουνε. «Ώρα καλή, πατριώτες, κατά που; - Κατά του Καπλάνι, του λένε. – Έ, κι εγώ στο Καπλάνι πάω, πάμε μαζί. Τραβάγανε, εκείνοι μπροστά, αυτός πιο πίσω. Μ’ αντί να τραβάνε τον ίσο δρόμο τραβάγανε κατά το γκρεμό να τόνε σκοτώσουνε τον άνθρωπο. Κάποια βολά το κατάλαβε...
Ταρσούλη, Γεωργία
(
1939
)
Αντίμαχος: Σατανάς
Τσικόπουλος, Ι.
Ο “όξ από 'πά”
«Άμα τη νύχτα πορπατής και σ’ απαdήξη όξ’ από πά (= δαίμονας) δεν θα σε χαλάση ά σ’ ακλουθά τεσσαραμμάτης σκύλος. Και σκύλο όμως να μην έχης μπορεί να γλυτώσης ά βαστάς μαυρομάνικο μαχαίρι. Σα βαστάς μαυρομάνικο μαχαίρι και σ’ ακλουθά και τεσσαραμάτης σκύλος δεν έχεις να δουλιάσης καθόλου (= να φοβηθής). Υπάρχει και η εξής παραλλαγή: «Άμα bερνάς από καμμιά βαρυτοπιά και σ’ απαdήξη όξ’ από ‘πά, κάμε...
Οικονομίδης, Δημήτριος
(
1934
)
Σαράντα καλόγηροι και σαράντα καλόγριες
Βλ. μαθητ. Συλλογή μύθων εκ Ζευγαρακίου Αιτωλοακαρνανίας.
Γεωργόπουλος, Χ.
(
1939
)
Λυκοφαωμένος, ο: (κατ’ ευφημ). Ο διάβολος
Κακριδής, Ιωάννης Θ.
(
1924
)
Το παιδάκι
Μια φορά ένας πήγαινε καβάλα και ήτανε μεσάνυχτα. Εκεί στο δρόμο είδε κάτι και άσπριζε. Κείνος, καθώς είτανε γενναίος, κατέβηκε από το άλογο και τι να ιδή! Βλέπει ένα παιδάκι γεννησάρικο, που θα τόχανε γεννήσει κείνη την στιγμή. Βρε το κακόμοιρο, λέει, θαν το πάρω και ανέβηκε στο άλογό του, αλλά ήθελε ν’ ανάψη ένα σπίρτο να ιδή τα μουτράκια του. Λοιπόν κυττάει και είχε και δόντια. Βρε το κακόμοιρο,...
Ζαλούμης, Γ.
(
1914
)
Και μέσ’ στην Εκκλησιά μπορεί να πάη το σκιωτικό, όχι όμως στο αγ. βήμα!
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1958
)
Η δημιουργία των ζώων. Της γίδας
Τη γίδα την έφτιασ’ ο διάβολος και ούλα τα γίδια, αλλά δεν εμπόρεσε ναν τα κάμη να κάθουνται, γιατί δεν ελυγάγανε τα γόνατά τους και έτσι εστεκόσαντε πάντα ολόρθα κ’ εψοφάγανε. Όταν συναπαντήθηκε με το Χριστό του είπε ότι έφτιασε ένα ζώο αλλά δε μπορώ ναν το κάμω να κάτση χάμου και μου ψοφάει και του έδειξε τα γίδια. Τότες ο Χριστός έβγαλε τη βούλα του και εβούλωσε τα γίδια στα γόνατα των μπροστινών...
Κορύλλος, Χρήστος Π.
(
1910
)
Οι παλιοί έφκειασαν το μύλο την κάτω και την απάνω μυλόπετρα. Έβαλαν και το νερό. Έφερναν οι πέτρες γύρω κ’ έπεφτε το σ’ τάρ’ απού το κοφίν’ στο κορτσέλι. Το κορτσέλι το κουνούσαν με το χέρ’ για να πέσ’ το στάρ’ μέσα στη μυλόπετρα.Κουράζονταν πού κι αναγκάστ’καν να ρωτήσουν το σϊτάν’ τι να κάνουν για να μη κουράζωνται. Κείνος τς είπε αύριο πρωΐ θα ‘ρθω και θα σας πω, αλλά δεν θα γελάσ’ κανένας την...
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Ατσουπάς (ο)= σατανάς, δαίμων, διάβολος. Τούτις εδ δουλλιές τους ατσουπαές τζαι τους σατανάες». Επειδή ο διάβολος ή δαίμων ή ατσουπάς εικονίζεται υπό της λαϊκής φαντασίας ως μαύρος ή ο δκιάολος ο μαύρος», «ο δαίμονας ο μαύρος», «ο ατσουπάς ο μαύρος» και δυσειδής και ειδεχθής την όψιν, κάθε ειδεχθής κατήντησε να λέγηται ατσουπάς μεταφορικώς «Ου! Είντα θέττην άδρωπον!!! Εν τέλλεια ατσουπάς». Επίσης...
Ερωτόκριτος, Ιωάννης
(
1930
)
Ετέρα παράδοσις “περί δημιουργίας της γυναικός”
Ο Θεός πρώτος έφτιασε τον Αδάμ και τον έβαλε στην Παράδεισο και εκαθότανε μαζύ με τα άλλα ζώα που είχε φτιάσει προτήτερα και εζούσε με αμβροσίαν (όπως κατόπιν εζούσαν και οι Θεοί των Ελλήνων) και δεν είχε καμμιά σκοτούρα: ενώ ο Θεός είχε την έγνοια να μη χτυπήσουν τ’ αστέργια το ένα με το άλλο και εβάσταγε της κλωναίς που τα είχε δεμένα, εφρόντιζε ναν τα ανάβη το βράδυ, για να φωτίζη τη γη και ναν...
Κορύλλος, Χρήστος Π.
(
1910
)
Η γυναίκα έβαλε το διάβολο στο μπουκάλι και τον ετάπωσε. Γυναίκα κάθεσαι και κουβεντιάζεις; Η γυναίκα έβαλε το διάβολο μέσ’ στο μπουκάλι. (Λέγεται πως κι ο Άγι- Αντώνης έκαμε το ίδιο)
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1958
)
΄Σ το τριό του Κεραμιού ήταν ένας τριάτορας που τον ελέγανε Παράβα. Αυτός πήγε να φέρη νερό από το πηγάδι τη νύχτα. Εκεί που γέμιζε είδε ένα γατάκι. Ας το διάολο του λέει, τέθοια ώρα ειντά θέλεις επά. Πάει ‘ς το τριό έβαλε νερό από τη λαήνα να πιη και του λέει ένας άλλος τριάτορας: διαόλοι εκεί που το βάζεις, ‘ς το πηάδι ήσουνε κ’ επά ήρθες να πιης νερό; Από τότε τον έπιασε μια τρέλλα κ’ εκατοικούσε...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση