Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 3521-3540 από 142579
Μώρα= ο εν τω ύπνω εφιάλτης: μ' επλάκωσε η μώρα.
Παπανδρέου, Γεώργιος
(
1917
)
Τον βραχνιάν εν Σφακίοις, καθ’ όσον τουλάχιστον εγώ γνωρίζω, δεν θεωρούσιν ως διάβολον, αλλά ιδιαίτερόν τι πνευματικόν ον, ίσως κλάδον τινά απομεμακρυσμένον πολύ των πεντωκότων αγγέλων. Ο βραχνιάς καταλαμβάνει τους ανθρώπους κατεχομένους υπό λίαν ελαφρού ύπνου. Πολλοί πάσχοντες από τούτου διηγούνται ότι, προτού αισθανθώσιν αυτόν επί του στήθους των, ακούουσι τον ψόφον των ποδών του και βλέπουσιν αυτόν...
Άγνωστος συλλογέας
Φαντασία ή ήσκιος ή μόρα= Ο εφιάλτης.
Σάρρος, Δημήτριος Μ.
(
1893
)
Μόρα
Η Μόρα έρχεται στον ύπνο και (πατάει) πλακώνει τους ανθρώπους πολλές φορές, τους χτυπάει και τους αφήνει στίγματα. Όταν κανένα τον πλακώνη η Μόρα, και να θέλη να σηκωθή, δεν μπορεί.
Τσίριμπας, Δημήτριος Α.
μώρα, εφιάλτης.
Άγνωστος συλλογέας
Θαφέρα. Εφιάλτης. Εν ταις περί Σεβάστειαν και Νικόπολιν Ελληνικάς Πλέκτοις.
Καρολίδης, Π. Κ.
(
1885
)
Περγαλιό= ο εν τω ύπνω εφιάλτης, ον ο λαός νομίζει κοκονοποιά τον δαίμονα. (Ζάκυνθος)
Δουκάκης, Δημήτριος Χρ.
(
1915
)
Βραχνάς= ο καθ' ύπνον εφιάλτης.
Φιλανθίδης, Μενέλαος Π.
(
1893
)
Ο Βραχνάς είναι κακό πράμα, και πλακώνει τσ' αθρώπους. Κι όποιον τόνε πλακώνει, κρεμά το κόσκινο από πάνω ντου οντέ κοιμάται. Κι ότινα πηαίνη να κατουρήση βρίσκει πράμα και το μασουλίζει.
Λιουδάκη, Μαρία
(
1939
)
βαρυχνάς κια βραχνάς= εφιάλτης
Ξανθουδίδης, Στέφανος Α.
(
1919
)
Η Μόρα
“Η Μόρα τον πιάνει τον άντρωπο καθώς κοιμάται, τον πλακώνει στην καρδιά του απάνω και κει χάμου αυτός ξεραίνεται, ούτε ν' ανασάνη, ούτε να βγάλη μιλιά μπορεί. Και ούτε συ κάνει να του μιλήσης τότε με τ' όνομά του, να του λες άλλο όνομα, γιατί, αν ακούση το δικό του, μπορεί να θροϊστή άσκημα και θέλει σείσιμο, να τόνε σης και τότε φεύγ' η Μόρα.” [Μόρα= βραχνάς, εφιάλτης].
Τσάκωνα, Μαγδαληνή Κ.
(
1938
)
Σβαρυχνάς
Άμα κοιμάτ' ο άθρωπος ανάσκελα και δεν κάμη και το σταυρόν του, πα ο Σβαρυχνάς με το κόκκινον φεσάκιν και σας πολεμά να τογ γυρίση και τ' αρπάξη το φεσάκιν του, ο Σβαρυχνάς θα του λε “Δος μου το φεσάκιν μου” κι ο άθρωπος πρέπει να του λες “Τάξε μου να σου το δώκω. “Κ' ευτός θα πη “Στο τάδε μέρος θα βρης βρέσιμο”.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Βουρβούλακας και καταχανάς= ο βουρκόλακας.
Ξανθουδίδης, Στέφανος Α.
Σβαρυχνάς
Λέουν πας όνταν την νύχταν πέσης ανάποδα έρκεται ο Βαρυχνάς τσαι σ' αρπά αφ' τα στήθια τσαι σαν προκάμης ν' αρπάξης το σκουφίν του θα πάρης τα γρόσια του, σαδ δεν προκάμης σε κατατρώ με τα νύχια του.
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
(
1918
)
Βαρυχνιάς, βραχνάς και σβάραχνας, ο εφιάλτης cauchmaut.
Σαμίδης
(
1912
)
Η Μπρούφλα
Η Μπρούφλα πειράζει τον άνθρωπο, ενώ κοιμάται. Άξαφνα ξυπνάει σκουντοφλιασμένος και νευριασμένος. Για να του περάση τον θυμιατίζουν και κάνουν κι άλλα ρεμάτια.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1928
)
Άλλες φαντασιώσεις
Εκτός τα παραπάνω πιστεύανε στην υπόσταση και άλλων κακοποιών στοιχειών σαν και τα παρακάτω: Η Τάβαρα – ο εφιάλτης. Τη φανταζόντανε την ταβάρα σα μια γυναίκα μαύρη και μεγαλόσωμη που καθότανε στο στήθος των ανθρώπων την ώρα του ύπνου και με τη μαύρη και βαριά χερούκλα της εμπόδιζε την αναπνοή τους. Πρόκειται ασφαλώς για τον εφιάλτη.
Άκογλους, Ξενοφών Κ.
(
1939
)
Το μαυρομάνικον μαχαίρι τιθέμενον υπό το προσκεφάλαιον αποσυβεί τον εφιάλτην. Η τοιαύτη πρόληψη κ εν τας νήσου του Αιγαίον. Αν το μελάνδετον πυρ, όπερ έφερεν ο Περσεύς έχη λόγον τινα αγνοούμεν. Επειδή όμως το μαύρο χρώμα είναι φαίνεται αμυντήριον κατά των δεινών, διότι ο μαύρος πετεινός αποδιώκει τους δαίμονας κι τας Νηρηΐδας, επειδή και τη μαύρη όρνιθα το φτερόν με αίμα θεωρείται φάρμακον, ου δεν...
Νεστορίδης, Κ.
Ο Βραχνάς
Τη νύχτα καμμιά φορά νειρεύεται κανείς ή τον πλακώνει βραχνάς και μουγγρίζει. Κείνος που θα τον ακούση, δεν πρέπει να του μιλήση, δεν πρέπει να του πη τ' όνομά του. Δεν είναι καλό τη νύχτα να λες τ' όνομά του, να πας, να τον σπρώξης.
Λιουδάκη, Μαρία
(
1939
)
Κακονάς (ο) ο δαίμονας, η θέρμη, έντομο μαύρο σαν τη μέλισσα. - Ο κακονάς τον πλάκωσε – Κιντί, κακονά!
Παπαχριστοδούλου, Πολύδωρος
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση