Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 3041-3060 από 142579
Βρουκόλακας, βρυκώλακας= βρυκόταξ ρ. Βρυκολακιάζω
Λάσκαρης, Ν.
(
1924
)
Ο βρικόλακας βγαίνει όλες τις μέρες. Το Σάββατο μένει στο μνημούρ'του.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Ένας βρυκόλακας κάθε βράδυ εκοιμάτο με την γυναίκα του και έκαμε τρία παιδιά. Τον ερώτησε μετά αυτή, που κρύβεται. Αυτός δεν της έλεγε. Ένα βράδυ, που ετρώγανε, επήγε πάνω στην στέγην και τους επέταγε ακαθαρσίες μέσα στο φαγητό. Τους επέταξε και το καντήλι από το εικόνισμα. Τον βρυκόλακα μόνον ο λύκος μπορεί να τον εξοντώση. Μια μέρα τον ερώτησε η γυναίκα του, που κρύβεται. Τότε της λέγει ότι κοιμάται...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Όταν πέθνεισκε κανένας απο πληγές σε κτύπημα ή σκοτωνόταν και δεν τον ζεμάτιαζαν εβρικολάκιαζε. ,ετά τον ζεμάτιζαν στον τάφον του σαββατόβραδο.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Στα μνήματα έλεγαν που βγαίνε οι πεθαμέν' και κάdαι πα στα dουβάρια και φοβούdας να περάσνε.
Μέγας, Γ.
(
1937
)
Στο χωριό Κήπος ένας Έλληνας εσκότωσε ένα Τούρκο. Πολλά παιδιά που περνούσαν απο κεί άκουγαν το αίμα που βογούσε. Αυτός που τον σκότωσε πέθανε μέσε σε σαράντα μέρες
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Βροκολακιάζω = γίνομαι βρυκόλαξ.
Παπανδρέου, Γεώργιος
(
1926
)
Βρυκόλακας και βουρκόλακας, βρικολακιάζω και βουρκολακιάζω.
Μαρινάτος, Σπ.
(
1924
)
Βροκόλακος= το γνωστού φάσμα.
Τσικόπουλος, Ι.
(
1912
)
Ήταν νύκτα και η μάνα μου είδε ένα βαπίρι (βρυκόλακας) στο νταβάνι. Εβάλανε να φάμε.Είχαμε στρώσει τα πιάτα με τα φαγητά. Το βαπίρι απο πάνω εγέλαγε. Μόλις αρχίσαμε να τρώμε, κατούρησε μέσα στα πιάτα, αναποδογύρισε τα καζάνια, έχυσε το βούτυρο, έβγαλε το τυρί απο το βαρέλι, έσχισε και τα ρούχα, που είχαμε απλωμένα στην αυλήν. Αυτό μας εβασάνισε μέχρι τα ξημερώματα, οπότε έφυγε.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Ο πιλαμένος κάποτε βρυκολοκάζει στα μνήματα. Ο αφωρισμένος δεν λυώνει, όπως δεν λυώνει και το χέρι παβραλοίον, μητραλοίον και αδελφοκτούον.
Φιλιππίδης, Φίλιππος Α.
(
1921
)
Οι βρυκολάκ'(μπουρμπουτσέλ') γίνουνdου πε τις αθρώπ', που έλα πεθάνου αμετάλαβοι. Έdρεχάσι στα σπίτια, βροdούσασι, ροπούσασι τη θύρα και για να διαβαίνουσι πε κει θύμνιαζαμ'. Έτσ' πίστευγαμ'καποτέ στο χωριό μας.
Πετρόπουλος, Δ.
(
1930
)
Μιας γυναίκας απέθανε ο άνδρας της και έγινε βρυκόλακας. Μετά όμως αυτός συνέχισε να πηγαίνη στο σπίτι του και στην γυναίκα του. Πήγαινε όπως επήγαινε και πρώτα. Εδούλευε στα κτήματα, της έφερνε τρόφιμα, εκοιμάτο μαζί της και έβγαιναν μαζί. Έβλεπεν ο κόσμος το ζευγάρι, αλλά άνθρωπον δεν έβλεπε. Με την ίδιαν την γυναίκα του απέκτησε σε λίγο και παιδί. Η αστυνομία εκάλεσε την γυναίκα και την ερώτησε,...
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Βουρβούλακας
Άμα πόθαμεν άνθρωπος, μπορούσε να γίνη βουρβούλακας. Το σώμα δεν έλειωνε, ήταν κατακόκκινος με μεγάλα νύχια. Ελέγανε πως αυτός ήταν βουρβούλακας κ' εσηκωνόντανε την νύχτα απο τον τάφο κ' επήγανε στα σπίτια κ' επάτειε τον άρρωστο και τον επουμπούλιζε (τον ερρουφούσε). Τότες εξεχώνανε τον νεκρό, τον εκατακόβγανε με τα φτυάρια και του ρίχνανε απο πάνω ξίδι και τον εχώνανε πάλι εκεί.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1962
)
Σ τσή Μαρτακούς (τοπων)_. Ήτανε βρικόλακας η Μαρτακού.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
Εάν είς ετοιμοθάνατος βλασφημήση ή εχθρός του τον εβλασφήμησε κατά την στιγμήν του θανάντου του, ο άθρωπος αυτός θα γίνη βρυκόλακας η γή δεν δύναται να διαλύση το σώμα του θα περιφέρεται εδώ και εκεί κατά την νύκτα στραγγαλίζων ανθρώπους και ζώα και ροφών το αίμα των. Δεν υπάρχει εις τον Άδην ειρήνη δι αυτόν ούτε δια τους συγγενείς του, διότι επιστρέφων εις τον οίκον του ‘’τρέφεται εκ των υπαρχόντων...
Bent, J. Th.
(
1933
)
Είχε βρυκόλακα, που έβγαινε απο τον τάφο του και πήαγινε στο σπίτι και τους έκανε ζημιές. Έπινε το λάδι απο την πήλα (πέτρινο δοχείο του λαδιού). Ήρθαν στον τάφο του κι εδιάβασαν ευχή. Ευρήκαν την τρύπα απ'όπου έβγαινε και κεί μέσα του έρριξαν λάδι ζεματιστό. Δεν ξανασηκώθηκε.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Βρυκολάκου του [τοπωνύμιον] διότι, λέγουν ενεφανίζει κάποιο φάντασμα (βρυκόλακας)
Γιαννακούρος, Ιω.
(
1929
)
Παλιότερα επλάκωναν τους Τάφους με πολλές πέτρες, για να μη σηκώνωνται οι πεθαμένοι. Να μη βρικολακιάζουν. Τώρα ο παπάς τους το έκοψε (το συνήθεις)
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1960
)
Ελέανε ότι ήτανε κακός άθρωπος, κλέφτης, ένας, κ'επήενε κ'ήτανε φασαρίες μέσ' 'ς το σπίτι ντωνε. Εφέρανε ξενοχωρίτικοι παπάδες κ'επήγανε και τον εδιαβάσανε τη νύχτα εκείνη. Εκείνοι λέει (οι παπάδες)εξέρανε ξορκισμούς κ'εδιαβάζανε.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1960
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση