Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 3021-3040 από 142579
Διαλούπι-νομίζουν ότι ο αμαρτωλός 15 ημέρας απο του θανάτου μεταμορφούνται εις ασκόν, όστις έχει δυό πόδας όνου αι δύο λεπτάς και μακράς κεραίας περιφέρεται εις τας συγγενικάς οικίας 'ς δύναται στο μικράς οστις να εισαγάγη τας κεραίας μέχρι της θέσεως άνευ κουμώνται οι συγγενείς όπως απορροφείση το αίμα ενός ή δύο αυτές.
Καλυδώνιος, Γ.
(
1923
)
Βουρκόλακας= αποθαμένοι του λάκκου.
Μυστακίδης, Νικόλαος Γ.
(
1919
)
Νταγλαμπάς ()ο)=τι μη διαλυθέν νεύμα νεκρού, όπερ και αφωραμένον λέγεται
Οικονομίδης, Απόστολος Β.
(
1928
)
Ασφενταμνιώτης= βρυκόλακας, εκ της συνικίας Ασφένταμνος, ινή επί Λευκού οι παλαιοί ότι ήσαν βρυκόλακες.
Πουλάκης, Δ.
(
1924
)
Τσικαρίζω=σχίζω με το τσικούρι τον βουρδούλακα (=νεκρόν άλειωτον) και βγάζω την καρδιά του, την οποίαν καίαι, ίνα μα ι βουρό πειράζει τους ζωντανούς.
Πουλάκης, Δ.
(
1924
)
Λάφτει σαν τον βρυκόλακα. Ο βρυκόλακας τη γενια του κυνηγάει.
Νεστορίδης, Κ.
(
1921
)
Κάος ο= κατα τινα δεισιδαιμονίαν των Ροδίων οι προσφάτων θανόντες ανυστάμενοι απο των μνημάτων την νύκτα περιοδεύουσι πειράζοντες τους ζώντας : Και λέγει ο ταθε αποθανών έγεινε Κάος, ήτοι το φάντασμα αυτού εθεάθη.
Κωνσταντινίδης, Θεόδωρος
(
1925
)
Ένας απέθανε εις τας Σέρρας. Μετά εφέρανε τα ρούχα του εδώ, στο χωριό. Μαζί όμως με τα ρούχα ήλθε και το βαπίρι, το φάντασμά του, και έκανε εις όλο το χωριό μεγάλες καταστροφές. Τότε εκάναμε μια μπογάτσα απο καθαρό σιταρένιο αλεύρι, επήραμε κρασί, ρακί και να γλυκαθή. Ετσι έφυγε χωρίς να μας ξαναπειράξη. Μετά απο μιαν εβδομάδα εχάθηκε.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Ένας εσκοτώθηκε απο ένα ληστήν και έγινε βρυκόλακας. Αφού επέρασαν 42 ημέρες και δεν εμπόρεσαν να τον σκοτώσουν, έγινε μεγάλος βρυκόλακας με τεράστιαν δύναμιν. Έκανε πολλές καταστροφές. Ένας βοσκός με το πιστόλι του έστησε καρτέρι και τον εσκότωσε και μετά το έσφαξαν και έτσι δεν ξαναβγήκε.
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1964
)
Ναι βολά οι ανθρώπ βρουκουλάκιζαν, γιάτ δεν τα δγιάβαζαν καλά. Δεν ήξιραν γράμματα οι παπάδες κι γι’αυτό κίναγαν, καθώς λένι. Ναι βουλά μίνια ‘ς τ Βουστνίτσα, π τν έλιγαν Χλιάρινα, έκαμι ηπουβουλή έγινε του πιδί ζουντανό ναι ιμέν, αλλά πέθανι. Τότι του τύλ’ξαν κι το βαλαν ΄ς τν ουστρέχα, απ πάν ΄ς τουμ πιρίπατου. Μι λίγις μέρις κίν’σι του πιδί, ζουντάνιψι. Κι πάιν ου βρουκόλακας κι βύζινι τα μάννα...
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1914
)
Τούμπανος(ο), ούτω κατά πρώτον ο τυμπανιαίος νεκρός, βρυκόλαξ. Είτα περί παντός ζώου ή ανθρώπου αψύχου πίπτοντος λέγουσιν : Έπεσε τούμπανος. Πτηνόν τι των ελών επίσης καλείται τούμπανος. Υπό το κυρίως πτέρωμα έχει βαμβακοειδές πτέλωμα, το τουμπανόφτερο, χρησιμεύουν προς κάλυψιν και επούλωσιν πληγών.
Μαρινάτος, Σπ.
(
1924
)
Βροκόλακος (ο) = ο βρυκόλας / πλ. οι βροκολάκοι
Ράμφος, Άγγελος
(
1916
)
Στη Χίο γενόντουσαν πολλοί βουρκολάκοι. Ένας που τον αδρασκέλησε η γάτα εβουρκολάκιασε και πάαινε δώ και κεί ούλη τη βδομάδα, το Σάββατο πάαινε κ ' έμπαινε στο μνήμα του. Εγύριζε κάθε νυχτιά κ'έτρωε τ αλεύρια κ'έκοψε το αίμα του κόσμου είδε κ'απόειδε και ο κόσμος και αποφασίσανε να ντόν ξολιθρέψουν. Μαζώχτηκαν παπάδες, κι ούλος ο λαός και επήγανε στο μνήμα και λέγανε ούλοι : <μέσα είναι, μέσα είναι>...
Μαντζουράνης, Εμμ.
(
1914
)
Βουρκόλακας= δαίμων εις νεκρούς αμαρτωλούς, εξ ού η φράσιν ο τάδε εβρουκόλακιασε.
Δουκάκης, Δημήτριος Χρ.
(
1926
)
Νια βουλά οι ανθρώπ' βρουκουλάκιαζον κι πάιναν κι τς ζιουμάτζαγαν- Οι βρουκολακισμέν' βγάν' νι νύχια τρανά. Κι όπγια βνά ανιμέν' χιόν' του καλουκάρ' βρουλουλακιόμ=αποκροταλλούται- Βρουκουλάκιασ' αυτήν' η γριά= ξανάνιωσε. Του βρουκουλακιασμένου χιόν' σκουλ'κιοζ'=το κρυσταλλωμένο τω βουνώ.
Λουκόπουλος, Δημήτριος
(
1922
)
Βουρδούλακας ο μεταθάνατον ένεκα αμαρτημάτων παραμένων άλυτος και τυμσανιακός. Ούτος μεταβάλλεται εις φάντασμα, κοντά τους δημώδεις προλήψεις. Βουρδουλατσάζω = γίνομαι βουρδούλακας μτα θάνατον δηλαδή μένω άλειωτος, μεταβάλλομαι εις φάντασμα "βουρδουλάτσασι ο ποθαμμένος".
Κουκουλές, Φαίδων
(
1925
)
Υπερβολικής πιστεύουσιν εις τους βρικόλακας, περί πολλών δε νεκρών και δή κατ' αρχαιοτέρους( κατα την παιδικήν μου ηλικίαν)χρόνους ελέγετο ότι βρικολακιάσαντες ηνώχλουν τους εαυτ΄πην συγγενείς. Φρικαστικά ήσαν αι διηγήσεις.
Παπανδρέου, Γεώργιος
(
1926
)
Πάντα άνθρωπον όταν αποθάνη οι συγγενείς του τον φυλάττουσι και πράττουσι, τούτο, δια να μη διέλθη άνωθέν του, εν τη απουσία των , γαλή, κύων, όρνις ή άνθρωπος εχθρός του Διότι άμα διέλθη, μετά την ταφήν του αποθανών θα βουρκολακιάση. Γίνεται άνωθεν του μνήματός του μια οπή. Από την οπήν ταύτην εξέρχεται ο Βουρκόλακας, δηλ. ο αποθανών, ως ήτο όταν έζη. Περιπατεί εδώ και εκεί και πολλάκις πηγαίνει...
Μαντζουράνης, Εμμ.
(
1914
)
Ηταν μια γυναίκα όπως μας έλεγε μια babο και έπλενε στο ρέμα. Μετά όπως έρχονταν είχε το χάλκωμς στον ώμο και την κοπάνα στο κεφάλι. Ήταν έγκυα αυτή η γυναίκα. Όπως την έκλωσε ο ανεμοστρόβιλος έτσι και το μικρό που γεννήθηκε εμαίρισε όπως ο πάτος απο το καζάνι και κάτι μάτια τρανά σα βρικόλακας. Το μωρό έζησε λίγες μέρες και μετά πέθανε. (κοπάνα=σκάφη)
Δευτεραίος, Άγγελος Ν.
(
1965
)
Βρουκόλακας= βρυκόλαξ.
Στεφανίδης, Κ.
(
1925
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση