Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 2961-2980 από 142579
Βρυκόλακες
Οι Βρυκόλακες είναι άνθρωποι οι οποίοι έχουν εις την κεφαλήν κέρατα, τους δε πόδας μαλλιαρούς. Πηγαίνωσι δεν την νύκτα και κάθονται απάν εις τους ανθρώπους, οίτινες παρ'ολίγον να σκάσουν.
Γεωργιάδης, Νικόλαος
(
1920
)
Μια φορά επέθανε ένας Απεραθίτης στο βουνό και δεν ήταν εκεί αθρώποι να τόνε ληνυχτίσουνε, να τόνε φυλάουνε. Εβρικολάκιασενε κ’ήφυε κ’επήενε στη Σμύρνη βρικολακιασμένος. Επαντρεύτηκενε κ’ήχτισενε σπίθια κ’ήτανε καένας Απεραθίτης εκεί ταχυδρόμος και τον εγνώρισενε κ’εστράφηκενε και το ‘πε στον παπά. Ο παπάς είπενε για ρώτησε τη γυναίκα dου όλη την εβδομάδα είναι στο χωριό; Όχι λέει, κάθε Παρασκευή...
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Περί βρυκολάκων
Τοπική ονομασία ''λιουγκάτι''βορδόλακας.
Βλάχος, Αναστάσιος Δ.
(
1953
)
Βρυκόλακες
Βρικόλακες, πιστεύεται γίνονται όσοι έκαναν πολλά αμαρτήματα, όσοι καταράστηκαν, όσοι διασκελίστηκαν, ενώ ήσαν νεκροί, από γάτα ή σκύλο και όσων οι πληγές που τυχόν είχαν δεν ‘’ζεματίστηκαν΄΄με καυτό κρασί και λάδι πρίν θαφτούν. Επίσης βρικόλακες γίνονται όσοι σκοτωθούν βιαία και μάλιστα πιστεύεται πως στο μέρος που χύθηκε το αίμα των, ‘’φωνάζει’’. Τους βρικόλακες τους φαντάζονται με ανθρώπινο σώμα,...
Αδαμίδης, Αλέξανδρος Κ.
(
1962
)
Κάποιος ήτο στην Πόλι αφ’την Πόλι και ήρτε στο νησί και ύστερα πήρε το δρόμο για το χωριό με το φεγγαράκι πήρε το δρόμο της Πάγκαινας (βορ. Του χωρίου), ήτο φεγγαράδα σαν ημέρα. Όταν έφτασε στου Πουπούρου (βορ. Του χωρ.)γλέπει φώς στο χωράφι του συντέκνου του που ‘χε πεθάνει εδώ κ’ένα μήνα αλλά αυτός ‘έν το ‘ξερε γιατί έλλειπε. Φωνάζει ο νεοφερμένος σύντεκνος. Έ κουμπάρο εδώ είσαι. Έ ‘δώ είμαι λέει...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Ο κακός, ο γκρεμισμένος και ο αδικοσκοτωμένος βρικολακιάζ' και για να ησυχάση να μη βγαίνη, πααίνομε και σταυρώνομε στον τόπο πό 'χει πέσει το αίμα. Άν είναι κακούργος, βράζομε νερό και τον ζεματάμε στον τάφο του.
Οικονομίδης, Δημήτριος Β.
(
1959
)
Τους βρικόλακας τους κυνηγούν και τους κατατρώγουν τα ''ζέμπικα σκυλιά'' δηλ. Τα σκυλιά με τέσσερα μάτια (όσα έχουν άνωθεν των οφθαλμών δυο βούλες κοκκινωπές που μοιάζουν σαν μάτια) Όταν το λιουγκατι κυνηγηθή απο ζέμπικο σκυλί φωνάζει γοερά γνωστά ονόματα και ζητά βοήθεια. Άν τότε μιλήση κανείς τα σκυλιά δεν τον τρώνε. Άν όμως δεν βγάλει κανείς τσιμουδιά, τότε τσα σκυλιά με πολύ θόρυβο και πάλαιμα...
Βλάχος, Αναστάσιος Δ.
(
1953
)
Για τους αδικοσκοτωμένους, λέγουν πως έχουν άδεια απο το Θεό να γυρίζουν στον τόπο του εγκλήματος και να φανερώνουν την παρουσία τους με πολλούς τρόπους είτε με γογγυσμούς, είτε με φλόγες. Η εμφάνισις αυτή έχει την έννοια της διαμαρτυρίας για τον άδικο χαμό. Ησυχάζουν μόνον, όταν τιμωρηθή ο φονιάς. Πιστεύουν ότι οι κακοί άνθρωποι βρικολακιάζουν.
Ιωαννίδης, Κωνσταντίνος Θ.
(
1963
)
Φαντάσματα-Ξωτερικά
Ο αρχηγός το με(γ)άλο ξωταρικό το λένε Δάκτυλα. Ο Δάκτυλας έγινε απο το μικρό Δακτύλι ενός αθρώπου που το 'κοψε τσαί δεν πήγε να το παραχώση πούετε, αλλά το άφησε τσι αυτό στοίχειωσε, τσαι βγαίνει μ'άλλα ξωτερικά αργά το βράδυ τσαί χορεύγουν στημ πλατεία με όργανα. Έναν μια φορά τον βρήκε ξωταρικό, ο Δάκτυλας τσαι τον επαίδευγε, αλλά αυτός τομ παρακολούθησε τσαι είδε, ότι πήγε σε μια χαλικουριά, ετσεί...
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1962
)
Τα σαπόξυλα στο ποτάμι όταν τραβά αέρας, έχουν φώσφορο και φωτάνε. Πέταγαν σκαντζιλήθρες σαν να ήταν φωτιά αναμμένη. Κι έλεγαν πως ήταν βρυκόλακας όσοι φοβάνταν, οι άλλοι μάζευαν τσι κότες απο τα κοτέτσια ή (αν ήταν καμιά παρδαλή γυναίκα, πάαιναν σε δαύτη. Δεν αγροίκ'σα τέτοια πράματα.
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
Τσουτσουρίδα
Σε βουνό της Λεπενίτσας, σκοτώθηκε ο κλ'εφτης Τσουτσουρίδης και κανείς δεν βρέθηκε να τον θάψει. Ένας αγριόγατος τον πάτησε, μια αλεπού τον κατούρησε, ένα κοράκι τούβγαλε τα μάτια. Έτσι βρυκολάκιασε. Οι τσοπάνηδες βλέπουν τις νύχτες, ένα παλλικάρι με λερές φουστανέλλες με τσαπράζια χρυσά κι άρματα ασημένια, να περνά και να χάνεται απο τη μια ράχη στην άλλη, με γρηγοράδα σαίτας.
Χατζηγάκης, Αλέξανδρος Κ.
(
1948
)
Οι βρικόλακες εσηκώνοντο την νύκτα και επήγαιναν στα συγγενικά του σπίτια. Όταν ελαλούσε ο κόκορας φεύγουν και γυρίζουν πάλιν στον τάφο. Ο βάμπερ έμπανε στο σπίτι και εβασάνιζε τους ανθρώπους. Τους έπνιγε στον ύπνο.
Σπυριδάκης, Γεώργιος Κ.
(
1961
)
Διηγούνται σαν παραμύθι, ότι η ψυχή ενός πεθαμένου κάποτε παρακάλεσε το Χάρο να την αφήση να γυρίση πίσω στο σπίτι να δή τι γίνεται. Τι να ιδώ είπε έναν όνον ψόφιον μέσ'στη μέση στο δωμάτιο και γύρω-γύρω κοράκια να φωνάζουνε. Πάνω στον όνο ήταν κι ένα ποτήρι με φωτιά. Κι ο Χάρος της είπε : Απο κεί έχεις βγή και σύ και η ψυχή δεν το πίστευε. (Ο όνος είναι το πτώμα, τα κοράκια οι γυναίκες που ρεκάζουν...
Βλάχος, Αναστάσιος Δ.
(
1953
)
Κάποιος βγήκε (ν)α κυνηγήση και σκοτώθηκε με το όπλο του και ερχόταν κάθε βράδυ κ'έζευγε τα βόδια του τα 'φερνε στη Παναγιά κ'έφερνε το χωριό 'ύρα απο παντού και όλο το χωριό ήταν ανάστατο κ(αι) επήε ο παπάς κ'έκαμε τρισάγιο κ'ησύχασε, έκαμε τρισάγιο εκεί που τον βρήκαν σκοτωμένο και στο μέρος που έζευγε τα βόδια του.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Εάν στο σπίτι που ενοχλεί ο βρυκόλακας, χαράξουν το πεντάλφα στα παράθυρα και στις πόρτες δεν πρόκειται να ξαναμπή μέσα ο βρυκόλακας. Φοβάται το πεντάλφα ''σαν το διάολο με το λιβάνι''. Λένε και την παροιμία για όποιον φοβάται πολύ ''Σαν το βορδόλακα το χαράζουν σε απόλυτο ανάγκη. Διότι όταν το χα΄ραξουν δεν πλησιάζει και η τύχη του σπιτιού.
Βλάχος, Αναστάσιος Δ.
(
1953
)
Λέγουσι τινες των ημετέρων ότι και οι Τούρκοι προς διακώλυσιν της βρυκολακώσεως των νεαρών πρίν ή ανοίξωσι τον τάφον, σκάπτουσι πρώτον σταυροειδώς.
Βαλαβάνης, Ι.
(
1880
)
Έχ' ακούσει ότι τα παλιά χρόνια βρικοακιάζαν οι αθρώποι, γιατί δεν είχε παπάδες να τσί θαύγουνε και τσί θαύγανε οι ίδιοι μέσ'στα χωράφια. Ήφυεν ένας βρικόακας απο τη Αμουργό κ'εβάσταν ένα ασκί κ'ήπλεενε κ'ήρθενε στη Νάξο κ'έγινε τζαγγάρης κ'ήρραβγενε παπούτσια. Αλλά ύστερα πια αφού εκαταρθώσαν κ'ήγιναν οι παπάδες τον εδιαβάσανε εχάθησανε και τα παπούτσα απο τα ποδάρια των αθρώπω, ελειώσανε.
Ήμελλος, Στέφανος Δ.
(
1959
)
Μια δεν πίστευγε ότι έβγαινε αυτός [ο βρυκόλακας] κ'ήτο και συγγενής της και μια μέρα ζύμωνε και της το είπασι κ(αι) έβαλε τα ψωμιά στα πινάκια και λέει : να 'ρτη και σε μένα να με εύρη αυτά είναι ψέματα 'έν βγαίνει κανένας. Κι ύστερα έβαλε τα ψωμιά και τα χωσε ν'ανέβουν κ' ηύρε όταν πήε 'ά τα φουρνίση τα ψωμιά πιττωμένα με το χέρι που βαρδάλακκα, ήτο μια μεγάλη ανοιχτή χεριά.
Παπαμιχαήλ, Άννα Ι.
(
1964
)
Ο βρυκόλακας λένε ανοίγει μια μικρή τρύπα πάνω απο το μνήμα και απο κεί βγαίνει μόλις νυχτώση και βασανίζει ανθρώπους και ζώα. Για ν'απαλλαγούν τελικώς απο τον βρυκόλακα πάνε πρίν ακόμη σουρπώση (για να τον προκάνουν μέσα)και του ρίχνουν απο την τρύπα ζεματιστό βρασμένο νερό. Έτσι τον καίνε και δεν ξαναβγαίνει.
Βλάχος, Αναστάσιος Δ.
(
1953
)
Το Σάββατο αυτοί οι βρουκόλακες δεν μπορούν να κινηθούν. Ούτε έχ' δικαίωμα να κάμ' ζουμιά αυτήνη την ημέρα. Ξεκινήσανε άλ'η παρέα ν πάν στην Τρύπα τ' να τον βρούν (το Σάββ.) τον βρήκαν . Μόλις τσ'είδε, κατάλαβε. - Ποιός σας είπε κι ήρθετε 'δώ; -Ήρθαμι. - Εγώ κατάλαβα, ο κουμπάρος σας ήφερι 'δω πέρα. Θέλω να τον δω. Του έδωκαν μια κάπα (συγκούνι). Τάχα οως είν'ο κουμπάρος τ'. Μόλις του την παρουσίασαν,...
Λουκάτος, Δημήτριος Σ.
(
1959
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση