Εναλλαγή πλοήγησης
Ελληνικά
English
Ελληνικά
Ελληνικά
English
Σύνδεση
Εναλλαγή πλοήγησης
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
Αρχική σελίδα
Πρόσφατες εγγραφές
JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
DSpace at KEEL: Πρόσφατες εγγραφές
Αποτελέσματα 2241-2260 από 142579
Η Άμυαλη
Μια χωριάτισσα περίμενε μια νύχτα το φίλο της. Μα γύρισε ξαφνικά απ' το αντικρυνό χωριό που βρισκόταν ο άνδρας της. Τότε η χωριάτισσα άρχισε να τραγουδάη, σαν άκουσε τον φίλο της έξω απο το σπίτι : Ποντικέ, τι ροκανίζεις, Τι βροντάς, τι τριγυρίζεις, Δεν ακούς, μωρέ το γάτο, Που σαλπάρει πάνω - κάτω; Βάλ' στα σκέλια την ουρά σου. Κι άμε τράβα στη δουλειά σου!
Άγνωστος συλλογέας
(
1929
)
Μια φορά ένας χωριάτης θέλησε να πειράξη το δεσπό τη του, που αγαπούσε τον παρά. Έσυρε τον γάιδαρό του απο το καπίστρι και τον πήγε στο σεβασμιώτατο. Φίλησε πρώτα το χέρι του κ' ύστερα τον παρακάλεσε να του τον χειροτονήση σε παπά. -Έξω απ' εδώ, καταραμένε είπε ο δεσπότης ήρθες να κοροιδέψεις τα ιερά μυστήρια; Στην οργή απ'εδώ. Ο χωριάτης κίνησε ταπεινός, τραβώντας το γάιδαρο απο πίσω. Τότε ο δεσπότης...
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Σε μοναστήρι μια φορά ένας καλόγερος μεθούσε πολύ <Θα σε διώξω, του είπεν ο ηγούμενος άν δεν πάψης το ποτό.> -Ευλογείτε, είπεν ο κρασοπατέρας. Απο δώ κι εμπρός πρόσταξε να παίονω μια οκά μονάχα την ημέρα. Το Σάββατο και την Κυριακή να πίνω όσο μπορώ με την άδεια της αγιοσύνης σου. -Άς γίνη κι έτσι είπεν ο πάτεο ηγούμενος μα να μείνης πιστός στο λόγο σου. Ήτανε Δευτέρα κι ο καλός σου πάει ίσια στο...
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Γύφτικες ψυχές
Μια φορά μια παρέα γύφτων μάζευε βέργες και λιγαριά σ’ένα ξεροπόταμο. Κοιμόταν λοιπόν στο ύπαιθρο για να σηκώνεται το πρωί και να ξαναρχίζει τη δουλειά της. Έτυχε όμως μια βραδυά να πιάσει δυνατό κρύο. Οι γύφτοι οι φτωχοί τουρτούριζαν και λέγανε: -Φύσα, Θεε μου φύσα να πάρης γύφτικες ψυχές να ιδούμε τι θα καταλάβης! Από το πολύ κρύο πέθανε ένας από αυτούς. Τότε οι άλλοι συνοδεύοντας τον νεκρό του...
Άγνωστος συλλογέας
(
1929
)
Ένας παπάς του παληού καιρού πήγε μια μέρα να βαφτίση το παιδάκι κάποιου μέτριου χωρικού που ήταν κάπως αδύνατο. Όταν όμως τώβαλε μέσα στην κολυμπήθρα δεν εφρόντισε να το βγάλη όπως συνήθως, αλλά τ'άφησε αρκετά <για να κολλήση το λάδι> όπως έλεγε. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το παιδί ζεματίστηκε και πέθανε μια ώρα αρχήτερα. Αλλά ο λειτουργός του Υψίστου, χωρίς να φανή ότι ταράχτηκε καθόλου απ' αυτό, γύρισε...
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Ένα Πλωμαρίτικο καίκι (απο την Μυτιλήνη, ταξίδευε τη νύχτα με φεγγάρι. Ήτανε γαλήνη και τα πανιά του καικιού ρίχνανε τον ίσκιο τους στα ήσυχα νερά. -Αι απο το καίτς. Ποιοι είσαστε σείς; ρώτησε ο καπετάνιος. -Πλουμάρ' καίτσ, είπε ο ναύτης που φύλαγε στην πλώρη. -Ντα έχετε μέσα; -Γαιδούρια τσ' έναν παπά. -Γαιδούρια σείς γαιδούρια μείς. Όρτσα σείς, πόντζα μείς, φώναξε ο καπετάνιος.
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Κάποτε στα 1822, στείλα;νε στη Ζάκυνθο απο το Μωρηά χάρισμα μια γκαμήλα, λάφυρο απο την καταστροφή του Δράμαλη. Μαζεύτηκε ο κόσμος στα μουράγια και δεν ήξευρε τι ζώο ήτο αυτό. Τότε ένας Ζακυνθινός πολύξερος που τον ερώτησαν είπε : -Είναι χίλιω χρονώ λαγός, δεν βλέπετε;.
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Της Ζακύνθου. -Κάποια παντρεμένη γυναίκα είχε φίλο, στον οποίο έδωσε ραντεβού ένα βράδυ, γιατί ο άνδρας της θα πήγαινε στο μύλο να αλέσει το σιτάρι. Απο κάποιο εμπόδιο όμως ο άνδρας της δεν βγήκε απο το σπίτι, κι όταν έφθασε ο φίλος της και χτυπούσε σιγά -σιγά την πόρτα, γυναίκα άρχισε να τραγουδά δυνατά το τραγούσι αυτό : Άνεμε κι ανεμουλάκι, τι χτυπάς το μανταλάκις Άντρας μου σακκί δεν ηύρε. Και...
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Τους έθαφταν τότε όρθους τους παπάδες. Αλλά μόνον τότε, όταν είχαν την βεβαίωση της παπαδιάς ότι δεν πρόκειται να ξαναπαντρευτή. Άν όμως είχε σκοπό να παντρευτή πάλι, τους έθαφταν δίπλα. Κάποτε μια παπαδιά εχήρεψε νέα. Την ώρα δε που επρόκειτο να θάψουν τον παπά την ρώτησαν. <Πως να τον θάψουμε κυρά παπαδιά ορθόν ή δίπλα>. Κι εκείνη κλαίγοντας και στηθοκοπιώντας τους είπε <για πέρα δίπλα βάλτε τον...
Άγνωστος συλλογέας
(
1934
)
Είχα στο χωριό μου γειτόνισσα μιάν άλλη γρηά πλούσια και νοικοκυρά, που είχε στα υπόγεια της κρασιά πολλών χρονών και μοσχοβολημένα, την Κυρά Γιώργαινα. Εκεί στο αρχοντικό της εκόνευε συχνά η άλλη γρηούλα και τάλεγαν. –Καλή ώρα Κυρά –Γιώργαινα. –καλώς την Κατερίνη. Αμ’ τι κάνεις τσούπα. –Καλά γέμ’ τι γίνεσαι σύ, πώς ήταν και τούτο. –Άμ’ τι να γίνω Κυρά Γιώργαινα μου, να, έχω από την αυγή που μούρχεται...
Άγνωστος συλλογέας
(
1934
)
Μια φορά ένας χωριάτης θέλησε να πειράξη το δεσπό τη του, που αγαπούσε τον παρά. Έσυρε τον γάιδαρό του απο το καπίστρι και τον πήγε στο σεβασμιώτατο. Φίλησε πρώτα το χέρι του κ' ύστερα τον παρακάλεσε να του τον χειροτονήση σε παπά. -Έξω απ' εδώ, καταραμένε είπε ο δεσπότης ήρθες να κοροιδέψεις τα ιερά μυστήρια; Στην οργή απ'εδώ. Ο χωριάτης κίνησε ταπεινός, τραβώντας το γάιδαρο απο πίσω. Τότε ο δεσπότης...
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Χακιά ανέκδοτα
Ο Μισέ Ζαννής δια να ειρωνευθή την μεγαλομανίαν των κατοίκων του Νεοχωρίου, έλεγε κάποτε εις φίλους του πρωτευουσιάνους – Νεοκαστρινούς : < Ένας Νεοχωρίτης πήγε στην Πόλι. Όντας γύρισεν τον ρώτησαν : Είντα είδες εφτού που πήγες; Εκείνος απήταεν : <Εγύρισα τον κόσμον ούλον. Επήγα εις τον μεγαλείτερον καφανέν. Είδα και τον Βασιληά να ητρώγη σαρδέλλες. Με μπουγιούρντισε (με χαιρέυησε, μου είπε κάθησε),...
Άγνωστος συλλογέας
(
1935
)
Της Ζακύνθου. Μια άλλη γυναίκα παντρεμένη, ενώ ο άνδρας της ήταν το βράδυ σπίτι άκουσε το φίλο της ν' ανεβαίνη στη σκάλα. Πήρε τότε το παιδί της στην αγκαλιά της και με μεγάλη αταραξία άρχισε να το νανουρίζη λέγοντας Αγάλια γάλια ανέβαινε. Μωρή μπαμπού τη σκάλα. Γιατ' είν' ο τάτας του παιδιού. Φεύγα.
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Οι Κουμπάροι
Μια φορά ένας κουμπάρος ενοστιμευότανε την κουμπάρα του κι εκείνη το χαμοήθελε. Αλλά και ο ένας και ο άλλος δεν ετόλμαγε ναν το ειπή του αλλουνού. Μία μέρα επήγε ο κουμπάρος ‘ς την κουμπάρα κι αρχίνησε να γελάη. - Τι γελάς κουμπάρε; Του λέει η κουμπάρα. - Τίποτα! της λέει εκείνος, κι εξακολουθεί να γελάη. -Μα τι γελάς κουμπάρε; θα μου ειπής; Του λέει η κουμπάρα. -Μα δεν είναι για είπωμα, Της λέει...
Κορύλλος, Χρήστος Π.
(
1929
)
Παππά μου όλος ο κόσμος λέει που μου δίνεις συχνά, ενώ εγώ πρόσφορα δεν είδα απο τα χέρια σου. Αυτά είπησ'έναν παππά κάποιος κουμπάρος του με την ελπίδα να τον καταφέρη να του δίνη και εκείνου κανένα πρόσφορο την Κυριακήν. Εγώ κουμπάρε μου να μη σου δίνω κι ο κόμσμος ας το λέει.
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Οταν οι τετρακόσιοι πατέρες έκαναν τους νόμους, είπεν να παίρνη κάθε άνθρωπος έως τρείς γυναίκες. Πετάγεται τότε ένας καλόγερος και λέει στους πατέρας : -Κ εμείς οι καλόγεροι πόσες να παίρνουμε; -Σας των καλογέρων είναι όλες δικές σας! Απαντούν οι πατεράδες
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Κάποια παντρεμένη γυναίκα είχε φίλο, στον οποίο έδωσε ραντεβού ένα βράδυ, γιατί ο άνδρας της θα πήγαινε στο μύλο να αλέσει το σιτάρι. Απο κάποιο εμπόδιο όμως ο άνδρας της δεν βγήκε απο το σπίτι, κι όταν έφθασε ο φίλος της και χτυπούσε σιγά -σιγά την πόρτα, γυναίκα άρχισε να τραγουδά δυνατά το τραγούσι αυτό : Άνεμε κι ανεμουλάκι, τι χτυπάς το μανταλάκις Άντρας μου σακκί δεν ηύρε. Και στο μύλο δενε...
Άγνωστος συλλογέας
(
1930
)
Οι Χιώτες πιστεύουν στους δαίμονας. Αλλά ο λόγος δια τον οποίον πιστεύουν είνε αληθινά πολύ πρωτότυπος. Ακούστε τον : <Υπάρχουν δαιμόνοι μαύροι και δαιμόνοι κόκκινοι. Οι μαύροι βγαίνουν αφ' την πίσσαν και οι κόκκινοι αφ' τον πύρινον ποταμόν. Έν τους είδεν κανείς, μα τους είδαμεν ζωγραφιστούς στις εικόνες>
Άγνωστος συλλογέας
(
1935
)
Η χήρα
Κάποιος επαρχιώτης επιστρέφων εξ Αθηνών εις το χωριό του συνήντησε μόλις έμπαινε εις το χωριό του μια χήρα. -Καλή μέρα, κυρά Μαργαρίτα. -Καλή μέρα, καλώς ήρθες, τι νέα απο την Αθήνα; -Εδημοσιεύτηκε Βασιλ. Διάταγμα, απάντησε ο επαρχιώτης, σύμφωνα με το οποίο, όποια γυναίκα έχει μικρό στόμα, παίρνει δύο άνδρες. -Μ. μ.μ είπε η χήρα, συμμαζεύουσα τα χείλη της όσο μπορούσε. -Και όποια έχει μεγάλο, εξηκολούθησεν...
Άγνωστος συλλογέας
(
1935
)
Ενώ ο άλλος
Εμβρόντητος έμεινε η νύφη. Εμβρόντητη, φοβισμένη η γυναίκα του, δεν σήκωνε καθόλου κεφάλι. Περνούσαν ζωή αδιατάρακτη και η κάθε θέλησης του εγίνετο επιθυμία της. Στην ίδια κατάσταση δεν περνούσε ο φίλος του. Η δική του η γυναίκα δεν τον λογάριαζε σε τίποτα. Καλή γυναίκα, αλλ' ότι κατέβαζε το κεφάλι της το έκανε δίχως να λάβη υπ' όψει τις επιθυμίες του, τις θελήσεις του. Είχε μάθει και η ίδια πως ο...
Άγνωστος συλλογέας
(
1939
)
«
»
Πλοήγηση
Όλο το Αποθετήριο
Αρχείο & Συλλογές
Τόπος καταγραφής
Χρόνος καταγραφής
Συλλογείς
Λήμμα
Κατάταξη παράδοσης (κατά Πολίτη)
Ευρετήριο πηγών
Κείμενα
Ο λογαριασμός μου
Σύνδεση