Σχόλια / Περίσταση εκφοράς
Βούκινο = κέρατον χρήσιμον εις σάλπιγξιν
Ελληνική βουκάνι και ρήμα βουκανίζω κατά τον αοιδ. Κοράκιν εν Αναπτ σελ. 54
Εν Ρόδω κοινώς βούκινο καλείται κόχλος μέγας δι' ου οι βουκόλοι συναθροίζουσι τους βόας. Παραγ. Εκ του βούς και κινώ