JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Η πρώτ' είναι μαργιόλα κι η δεύτερη ανοί'ει την όρεξη
Comments and Use
μαργιόλα = χαψά Κάποτ' ένας είχε φάει. Πήε σ' ένα σπίτι, του λένε κάτσε να φας. Στην αρχή είπε δεν πειναω. Του βάλανε κουρκούτι. Έφαε τ' άρεσε κι έλεγε [τ' ανωτέρω]