JavaScript is disabled for your browser. Some features of this site may not work without it.
Τον παίρνω μονοκόμματο
Comments and Use
Προς πράγμα μονοκόμματο = απλούν, όχι συνηρμοσμένον από δύο ή περισσότερα κομμάτια (πβ. Ξυλο, ύφασμα μονοκόμματο) παρωμοιάσθη ο συνεχής και αδιάκοπος ύπνος, όθεν η φράσις τον παίρνω μονοκόμματο εννοεί τον ύπνο = κοιμάμαι συνεχώς