Comments and Use
Ψυχολόγησε, προτού τολμήσεις
Άντζα (η) ή αντζί (το) = η κνήμη, η γάμπα (σελ. 160, 64). Αντζάτος, η, ο, που έχει χοντρή άντζα. Λέξη φτιαχτή (σελ. 102, 186, 19) πληθ. Οι άντζες, τα αντζιά. Ζάντζα (η) =η ιδιοτροπία, το κακό χούϊ, τα καμώματα (σελ. 160,64) “Έχ΄ ζάντζες πολλές αυτόνο το μπλάρ”. Ζαντζάρικος, τα, ο ή : ζαντζανιάρικος