Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-8 από 8
Δε σώνου d' άdερα να αρδουμιάσου d' αξόgια
(1963)
σώνου= φθάνουν
αρδουμιάσου= να περιτυλίξουν, να κάμουν πλεξούδες
αξόgια= ξύγκια
Δε σώνουσι μήτε σουβλιά μήτε καλαπόδια
(1963)
Λέγεται, όταν για τη διεκπεραίωση μια υποθέσεως ή την απόκτηση ενός πράγματος, απαιτείται πόσον, που είναι ανώτερο των δυνάμεων μας.
όσα δε σώνει η αλεπού (ή δεν θέλει η αλεπού) τα κάνει κρεμαστάρια
(1963)
Λέγεται, όταν επικαλείται κανείς μια δικαιολογία όχι πολύ βάσιμη για να αποφύγει να κάμη κάτι ή να δικαιολογηθεί για μια παράλειψη.
Ώσπου σώνει το χέρι σου, να κρεμνάς (ή κρέμνα) το καλάθι σου (ή το καλαθάκι σου)
(1963)
Δηλ. δεν πρέπει να διεκδική κανείς πράγματα ανώτερα των δυνάμεων του.
Τάβλα
(1963)
Τη bούκα, του προβάτου που ταιριάζει, τη βάνουσι
(1963)
Δηλ. Ο καθένας έχει θέση ανάλογη με την αξία του.
Ο ταιριαστός παίρνει τη dαιριαστή dου
(1963)
Ο καθένας παντρεύεται με το πρόσωπο που του ταιριάζει. Λέγεται κυρίως σαν παρηγοριά, σε πρόσωπο, που εγκατελείφθη χάριν άλλου.