Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-9 από 9
όποιος έχει σύντροφο εχ' αφέντη Ο - έχει καραφέντη Ο. ε. σύντροφον, έχει κι αφέντη
(1918)
Διότι δεν έχει ιδίαν θέλησιν
Έγινε τλούπα [ή Άσπρισε σαν τλ.]
(1918)
Ερμην. Επί των ασπρομάλληδων.
Τουλούπα
(1918)
Ερμ. Κεφαλή ασπρότριχα
Σημ. Τουλούπα= τολύπη, μαλλί δια γνέσιμον
Στέκω με το κέκι
(1918)
Στέκει σούσα
(1918)
Ταίριασ' η Τένσιρ' μι του καπάτη
(1918)
Επί της συναρμογής συζύγων κακών οκνηρωδασώτων φρενοβλαβών.