Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 130
Κάλλια πέντε μέρες πέτος πέρι δέκα μέρες κόττα
(1931)
Παροιμία δηλούσα ότι είναι προτιμότερον να ζη τις ολιγώτερον με ανδρισμόν και αξιοπρέπειαν ή περισσότερον ανδραποδωδώς. Πρβλ. το γνωστον: “Καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή!”...
Σαράντα φας, σαράντα πιής, σαράντα δωκ'ς για την ψχη σ'
(1938)
Των Αγίων Σαράντα...
Σαράντα φάε, σαράντα πίνε, σαράντα μεταφύτεψε
(1938)
Το λες για τους αγίους Σαράντα...
Σαράντα φάε, σαράντα πιες, σαράντα δος για την ψυχή
(1938)
Λέγεται για το ψυχοσάββατο, σαράντα να τρως αλλά τόσα να πίνης και τόσα να δίνης και για την ψυχή...
Των αγίων Σαράντα, σαράντα να φας, σαράτα να πιής και σαράντα να στρώσης να κοιμηθής
(1938)
Στην Άνδρο συνηθίζουν πήττα με σαράντα χορταρικά. Γι αυτό και την αποκαλούν χορταρόπηττα. Λένε δε και την παροιμία...
Το κούτσι κούτσι τέσσερεις και το καρκάνι πέντε και το κσυλί και το γατί εξήντα πέντε μέρες
(1938)
Τόσον καιρό κυοφορούν
Πέντε πας
(1939)
Κουταμάρες λες, ή κουτός είσαι, ή δεν έχεις δίκαιο, ή δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Η μεταφορά είναι παρμένη από τη μούντσα, που απευθύνεται κυρίως στους κουτους και που συνόδευε αρχικά την έκφραση. Το χρησιμοποιούσαν και για ...
Πέντε πάει
(1931)
Ερμηνεία: Επί μωρού
Πέντε μέτρα και ένα κόβγε
(1937)
Πέντε βόδια δυό ζιβγάρια
(1939)
Πέντε βόδια τρία ζευγάρια
(1932)
Στους βλάκες
Πέντε βώδια, τριά ζευγάρια
(1937)
Όποιος ζυμώσει και πλυθή σαράντα μέρες όμορφος, όποιος πλύνει και πλυθή σαράντα μέρες άσχημος
(1938)
Ερμηνεία: Το περί της σκάφης ζυμώματος κάνει καλό στο πρόσωπο ενώ το μπουγαδένερο ασχημίζει
Μούτε σαράντα χρόνους πλούσος, μούτε σαράντα χρόνους φτωχός
(1937)
Ερμηνεία: Τά πλούτη δεν διαρκούν
Το ούτσι, ούτσι τέσσερεις (δηλαδή μήνες) κι η καρκατουρα πέντε και το κσυλί και το κατί εξήντα πέντε μέρες
(1939)
Τόσον καιρό εγκυμονούνε αυτά τα ζώα
Έποικα τον πέντε παρών
(1939)
Ερμηνεία: Τον έκανα πέντε παραδιών, τον εξευτέλισα, του τάψαλα...
Φερ' κι ας πέντε πεγάδα ποτίει σε νερόν
(1931)
Κι από τοις πέντε βρύσες φέρνει νερό και σε ποτίζει...
Επί του ικανωτάτου...
Επί του ικανωτάτου...
Πέντε βώδια δυό ζευγάρια
(1938)
Λέγεται για τους κουτούς που λογαριάζουν πέντε βώδια για δυο ζευγάρια...
Μάρτης ο πέντε δείλινος και ματαπεινασμένος
(1938)
Ερμηνεία: Το Μάρτη τρώγεις πέντε δειλινά και πάλι βρίσκεσαι πεινασμένος...
Μάρτης πέντε δείλινος και ματαπεινασμένος
(1938)
Ερμηνεία: Το Μάρτη τρώγεις πέντε δειλινά και πάλι βρίσκεσαι πεινασμένος...
Κάλλια πέντε κάρβουνα, παρά χίλια πρόβατα
(1939)
Όταν ο γύφτος με τη γυναίκα του πήγαν στο βουνό να βρούν τον κουμπάρο τους το βλάχο να φάνε τυρί γιαούρτι, βούτυρο και κοκκάλισαν από το χιόνι ο γύφτος είπε: Κάλλια πέντε κάρβουνα, παρά χίλια πρόβατα...
Τα πέντε δάχτυλα σ' έναν 'κ' είν'
(1931)
Τα πέντε δάχτυλά σου δεν είναι ένα, ήτοι ίσα...
Πέντε βόδια, τρία ζευγάρια
(1931)
Πέντε βόδια, τρία ζευγάρια...
Επί παραλογισμού...
Επί παραλογισμού...
Πέντε ελαίως στο σκοντέλι και το νταμπουρά στο χέρι
(1938)
Το έλεγαν για τους φτωχούς που πάντα γλεντούν.
Πέντε ελαίες στο σκουτέλι και τον ταμπουρά στο χέρι
(1938)
Να χης καλή καρδιά και ας είσαι φτωχός.
Πέντε μήνες δυο αδράχτια, πότι τα 'γνισ' η καημέν'
(1939)
Ερμηνεία: Επί εκείνων, ως ειρωνικώς, που είναι αδέξιοι και οκνηροί
Απρίλης γρύλης τέσσερεις Μάης κουτσούκλης πέντε και δυο που μ' έχεις και δυο που σ' έχω δε γίνονται εννιά
(1938)
Από ευτράπελον διήγησις
Έψε με άντρα τολ λύχνον να κουρέψω πέντε δέκα αρνιά
(1932)
Για ΄κείνες που προκόβουν το βράδυ
Κάλλιο πέντε κάρβουνα παρά χίλια πρόβατα
(1939)
Έλεγαν ότι το είπε αυτό ένας ποιμήν κατά την ώραν τρομερού χειμώνος
Αι Γιώργης κιαν ξεπέση, πέντε άγιων χάρη κάνει
(1938)
Όσον κι αν πτωχεύση ο πλούσιος πάλι έχει ισχύ
Πέντε μέτρα τσ' ένα κόβγε
(1934)
Το Ισοκράτειον βουλεύτου βραδέως
Απού ζυμώση τσαι πλυθή πέντε μέρες εμορφιεί
(1934)
Καλλωπιστική συμβουλή. Το πλύσιμον με τον εκ του ζυμώματος απομένοντα χυλόν είναι εξωραϊστικόν του προσώπου δια τας εν αυτώ αμυλώδεις ουσίας
Πέντε 'ούδια, δυο ζευγάρια
(1934)
Επί των ηλιθίων, οίτινες τα πάντα μετρούν ως τα δυο ζεύγη!
Πέντε βόδια, εξί ζευγάρια
(1938)
Το λέν για τους βλάκες
Κάλλιο πέντε κάρβουνα, παρά χίλια πρόβατα
(1938)
Όταν κανείς κρυώνει προτιμά να έχει λίγα κάρβουνα να θερμανθή, παρά ένα κοπάδι από χίλια πρόβατα
Πέντε μήνες και μιά μέρα ένεσα ένα αδράχτι νέμα
(1930)
Αργοπορία
Είντα σε κόφτει που του Χατζαλή τ' αρνιά ανν εμ πέντε για ενιά
(1931)
Δηλαδή τι σε γνοιάζει από ξένες υποθέσεις που δεν σε ωφελούν
Όποιος δε θέλει να ζυμώση πέντε μέρες κοσκινίαει
(1939)
Το λέν σ' αυτούς που δεν κάνουν με την όρεξή τους τη δουλειά
Που δε θέλει να ζυμώση πέντε μέρες κοσκινίζει
(1938)
Το λέν όταν δεν θέλει κάποιος να κάμη κάτι κι όλο αφορμές βρίσκει
Όποιος δε θέλει να ζυμώση πέντε μέρες κοσκινίζει
(1938)
Το λέν για κείνους που κάνουν κάτι χωρίς την όρεξή τους
Πέντε μέτρα, κι' ένα κόβε
(1938)
Πρώτα να σκέφτεσαι, κι ύστερα να καν'ς τη δουλειά
Που εθ θέλει να ζυμώση πέντε μέρες κοστσινίζει
(1935)
Κοστσινίζει, κοσκινίζει
Πέντε μέρες βρέχ' ο Θεός, κι έξε το κακόσπιτο
(1938)
Η σκεπή του σπιτιού όταν δεν είναι καλή, στάζουν τα νερά και μετά τη βροχή
Φέξετε μου να κουρέψω πέντε δέκα και το μεσοκουρεμένο
(1930)
Ο ανάξιος που νομίζει ότι όλα θα τα κατορθώση σε λίγη ώρα
Του τεμπέλη η κλωστή πέντε πήχες είν' μακρή
(1938)
Το λεν για κείνες που βάζουν μακριά κλωστή στη βελόνα
Τα dόνε κάμ' τον άρρωστο, πέdε δράμια λάχανο! [ή: ... πέντε βούκς λάχανο!]
(1938)
Περί ολίγης τροφής διδομένης εις άνθρωπον υγιή και εύρωστον
Πέντε βόδια έναν άσπρο
(1938)
Το λέν για τους χαζούς
Όλη μέρα αρνί κι αρνάρ και το βράδ' ανάψετε το λύχνάρι, να κουρέψω πέντε δέκκαν
(1939)
Το λέω για τις τεμπέλες που πιάνουν δουλειά την τελευταία στιγμή
Πέντε ξάμωνε, κι ένα κόβγε
(1938)
Πριν κάμης μια πράξη, να μετρήσης καλά όλες τις συνέπειες
Πέντε βώδια, τριά ζευγάρια
(1930)
Επί των ευήθων
Που δε θέλει να ζυμώση πέντε μέρες κοσκινίζει
(1930)
Επί των πολλάς προφάσεις ευρισκόντων
Πέντε μέρες κι αν εβρέχη η χολέντα του δεν τρέχει
(1932)
Δια κείνους που δεν συγκινούνται από μια υπόθεση όσο και να τους μιλούν
Δός τους πέντε νά' χ'ν δέκα
(1939)
Προσπαθούντες διά το καλόν και την πρόοδον εν τή κοινωνία και μή δίδοντες προσοχήν εις τους λόγους και προτροπάς μα πρέπει να τους μουντώνωμεν, να τους αφήνωμεν όπου ευρίσκονται
Την ημέραν ούλλ' ην έναν γ και το βράδυ μ πέντε δέκα;
(1932)
Για κείνες που προκόβουν το βράδυ
Εί(δ)α τον έ(ν)αμ πέντε
(1935)
Φράσις συνήθης εις περίπτωσιν φόβου
Πέντε βούγια δυό ζευγάργια, και βαντζαίρνει κι ένα
(1938)
Για τους ηλίθιους, που δεν ξέρουν να μετρούν
Σα δε θέλω να ζυμώσω, πέντε μέρες κοσκινίζω
(1938)
Όταν δεν έχωμε όρεξη να κάμωμε μια εργασία την αναβάλλομε διαρκώς
Μέ τή μιά μου θυγατέρα, πέντε γάμους θέ νά κάμω
(1938)
Όποιος υπόσχεται τό ίδιο πράγμα σε πολλούς
Είναι κι άνθρωπος στο παρά, είναι και πέντε στ' άσπρο, είναι και άλλοι μερικοί, π' αξίζουν ένα κάστρο
(1937)
Με την παροιμία αυτή διατρανεύουνταν η διαφορά που υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων (Κάστρο = Φρούριο, αλλά και πολιτεία)
Ο παπάς κι' η παπαδιά, πέντε μήνες δυο παιδιά
(1938)
Ερμηνεία: Επί των πολυτόκων και επί των εκτελούντων ταχέως και προχείρως τας εργασίας των
Σαράντα Παύλ' έσαν και καθείς τον Παύλον ατ' έκλαιεν
(1931)
Σαράντα Παύλοι ήσαν και καθείς τον Παύλο του έκλαιε...
Καλύτερα μιάς ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά κ' φυλακή
(1938)
Καλύτερα λεύτερος λίγον καιρό, παρά σκλάβος (σαράντα) πολλά χρόνια...
Pesh tamboura, tord οκκά
(1931)
Πέντε πεπόνια, τέσσερις οκάδες. τουρκικη παροιμία σε δείξη μεγάλης αδιαφορίας για ένα ζήτημα...
Που τ' αγάπουν τογ καλόμ μου τζαι που τον είχα έννοιαν πέντε γρόνους τον εφίλουν τζ' 'εν τον εί' αν είσεγ γένεια!
(1931)
Π' αγαπούσα τον καλό μου, κι από τα του είχα έγνοια, πέντε χρόνια τον φιλούσα και δεν είδ' αν είχε γένεια. Για κείνους που λένε πως ενδιαφέρονται για ένα φίλο τους, ενώ στην πραγματικότητα ούτε το παραμικρό τους γνοιάζει...
Τα δυο αδέλφα είν' καλά, τα τρία άλλο καλλίον, τα πέντε και τα τέσσερα κάστρα θεμελαμένα
(1931)
Τα δυο αδέρφια είναι καλά, τα τρία πιο καλύτερα, τα πέντε και τα τέσσερα είναι κάστρα θεμελιωμένα, Χαλδ. Επί της ισχύος των αλληλοβοηθουμένων αδελφών...
Σαράdα πάν', σαράdα κάτ'
(1937)
Πίστευαν για τον κοκίτη, ότι επί σαράντα ημέρας οξύνεται και επί σαράντα καταπραΰνεται...
Μια παληά κόττα κάμει τα σαράντα κοττοπουλια
(1934)
Αυτον τον κονομολογικό λογ/σμό με ανέπτυξε μια καλή κυρία εκ Σιατίστης διαμένουσα εις Κοζάνην
Μέγα θάμα τρείς ημέρες, το πολύ σαράντα μέρες θα το πούν και θα τ' αφήσουν
(1937)
Για κάθε τι που λέγεται λίγο καιρό και κατόπιν ξεχνιέται