Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-18 από 18
Σίδερο στη μέση μας
(1919)
Εψήλωσ' η μύτη του
Υπερηφανεύθη
Σιγουρομπε(ρ)δούκλωνε να μη καμπογυρίζης
Σιγουρόδενε δια να μην τρέχης έπειτα ως αναζήτησιν
Ανοίξανε τα μάτια του
(1919)
Έμαθε τον κόσμον
Ο γέρος κι' αν αντρεύγεται στο ρίζωμα κοντεύγεται
(1919)
Δηλαδή αποκάνει, υστερεί
Το ινάτι βγάνει μάτι
(1919)
Τον έκαμε απ' άσπρου
Ερμηνεία: Τον εξηυτέλισε
Αλαφροκαμπανίζει
(1919)
Είναι ελαφρός, ελαφρόμυαλος
Ζυγίζη από τσ' αλαφρές
(1919)
Ερμηνεία: Δηλαδή: Είναι ελαφρός, ελαφρόμυαλος
Έλα παπού μου, να σου δείξω τα γονικά σου
(1919)
Γλαύκας εις Αθήνας
Του χωριάτη το σκοινί μονό δέ φτάνει και διπλό αβαντζαίρνει
(1919)
Αβαντζαίρνει = περισσεύει
Ποπανωθιός του κερατά ξυλιές του βγαίνουν κι όλας
(1919)
Ποπανωθιό = ποπάνω, εις επίμετρου
Που πάρη χίλια πέρπυρα και κακουδιά γυναίκα, τα χίλια παν' στο διάολο κ' η κακουδιά (ασχήμια) του μένει
(1919)
Πέρπυρα = υπέρπυρα – κακουδιά = καχεκτικός