Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 504
Η αλήθεια 'ναι μαλώτρα
(1928)
Κάλι' αργά παρά ποτές
(1928)
Η πολυσπορά νικά την αστοχιά
(1928)
Όταν έχεις πολύ σπόρο σπαρμένο όσο κι αν αστοχήσεις πάλι θα κάμης και πολύ καρπό
Δανείσετε χηράδες τω νιόπαντρω φιλί
(1928)
Να πούμε εγώ είμαι φτωχιά και σεις που είστε κάπως καλλίτεροι από μένα θέτε να σας βοηθώ, να σας οικονομώ κ.λ.π.
Ανεστεναζει ποντικός να περάσ' α' το μαντζέ τζη
(1928)
Αυτή τη φράση τη λένε για τους φτωχούς πως δηλαδή το κελάρι τους δεν έχει μέσα τίποτα να φάη αντί ένας ποντικός
Αστιβές στο ντράφο να τσοι μέσα
(1928)
Όταν μια δουλειά είναι κακοκαμωμένη
Αστιβές στο ντράφο να τσοι κάτω
(1928)
Όταν μια δουλειά είναι κακοκαμωμένη
Υαλιά καρφιά
(1929)
Σπιτάλη ;
Κλαίς τονε τον αρφανό κι ας είν' και με τα ένια
(1925)
Αρφανό = ορφαν
Αρχοντικά πορεύγουσαι σα bοθ σου πιειάνει κιόλα
(1925)
Να βαδίζης περήφανα, να μην ανακατεύεσαι σε προστυχοδουλειές, καθώς σου πιάνει να βαδίζης
Αστιβές στον τράφο νάτσι μέσα
(1928)
Δεν είναι δηλαδή κλαδί ή αστοίβη να στερεωθή στον τράφο
Των αρχόντων τα παιδιά με την ακουή παντρεύονται
(1928)
Η παροιμία λέγεται επί της φήμης
Τάσπρα ξυπνούν τον αωϊάτη
(1928)
Η κατάρα καταρωτά κι όπου 'ναι δίκιο πιάνει
(1928)
Καταρωτά = ερωτά πολύ
Άρτσι – βούρτσι
(1928)
Την πριν της Απόκρεω εβδομάδα δεν νηστεύανε την Τετάρτη και την Παρασκευή από κρέας κι ήτανε τότε άρτσι-βούρτσι.
Πρωτακουστης – πρωτοκλαστής
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Σωστοζύαζε κι ακριβοπούλιε
(1928)
Ξημερώνοντας και διατάζοντας
(1928)
Να ξημερώση και βλέπομε
Μεροδούλι μεροφάϊ
(1929)
Που λέ' ο λάος
Κάνε τα καλά σου
(1929)
Κάθησε φρόνιμα
Είμαι στο ποδάρι
(1929)
Ερμηνεία: Επί ποδός
Παίρνω πρέφα
(1924)
Εννοώ, αντιλαμβάνομαι, δεν πήρε πρέφα πως είναι ο Γιαγκος
Καλομελέτα κι έρχομαι
(1928)
Κάνω του κεφαλιού μου
(1928)
Κοιμάται σα μουλάρι
(1928)
Κάθα πρώτο δύσκολό 'ναι
(1925)
Παπά αδούρι, παπά χωράφι
(1925)
Σκεπαστά, καλόερε!
(1926)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Δεν παίρνει φυτίλλι
(1924)
Καμώνεται πως καταλαβαίνει, μα δεν παίρνει φυτίλλι
Δυό μαλώνουνε δυό φταίνε
(1926)
Αργιομοίρα καλομοίρα
(1925)
Το κάλλιο, κάλλιο είναι
(1925)
Μου κάνει τον γκιολέγα
(1924)
Τον τάχατες
Κατακλυσμό κάνει
(1924)
Βρέχει πολύ δυνατά
Στο Κυριελέησο ετοιμάζουντονε
(1925)
Πολύ γρήγορα
Μαντήλι το βγάλανε
(1929)
Ερμηνεία: Κάμανε έρανο, συνεισφορά
Ασπρισεντό μάτι μου
(1928)
Βαρέθηκα
Ήβγε το μάτι μου
(1928)
Ζήλεψα
Θυμός Θεού είναι!
(1924)
Βρέχει πολύ δυνατά
Παπούτσι να μπαλώσωμε
(1928)
Από παραμύθι
Κάθε μπόδιο ιά καλό
(1928)
Μπόδιο = εμπόδιο
Όποιος βιάζεται σκουντάβγει
(1928)
Νύχι και κριάς
(1928)
Πολύ φιλιωμένοι
Το κεφαλομάντηλο τσ' ήβγαλα
(1928)
Την πρόσβαλα
Έμη σκόρδο, έμη κρομμύδη
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Μπόρτσες διαβάζει κι εουτός
(1928)
Μπόρτσες μαζώνει
(1928)
Μαζώνει απογραφές
(1928)
Λέμε όταν κανένας ετοιμοθάνατος
Αυλή gi' αλώνι
(1928)
Έχουνε και τα μάτια διασάκι
(1924)
Περιορισμός
Κακό απάντημα είχα
(1924)
Ερμηνεία: Δε μου βγήκε σε καλό
Τέτοιες κεφαλές, τέτοια θένε
(1928)
Ανθρώπινες βέβαι κεφαλές
Τ' αλάτσι ίνηκε. Εϊνηκα, βρε παιδιά, με το χορό τ' αλατσού
(1925)
Το λέμε σαν κουραστή κανείς
Άλυτη να τη βγάλουνε σα ντο Μπασαλιφτή
(1928)
Ήτανε θαρρώ ένας γέρος που τον λέγανε Πασαλιφτή και δεν έλυωσε όταν πέθανε. Κι' ύστερα από χρόνια που τον βρήκανε, για να μετανοή ο κόσμος (πιστεύουνε τυφλά στον αφορισμό) τον πήγανε και τον στήσανε στην αυλή της Παναγιάς ...
Δανεικά κι' ανούστρεφα
(1928)
Το λέμε όταν δανείσωμε κάτι και δεν μας το φέρουνε ή ξέρωμε πως δεν έχουνε να μας το φέρουν : “Εδάνεισά του διακόσα φράγκα, μα είναι δα δανεικά κι' ανούστρεφα”
Α' κοιμάται ο κρεμασμένος εκοιμήθηκα και 'ω
(1928)
Δηλαδή δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα
Πας να πης το bόνο σου και λες τσι bοbές σου
(1925)
Δηλαδή λες πράματα δικά σου, μυστικά σου που εξευτελίζεσαι
Ο Ακριβός για το καρφί χάνει και το πέταλο
(1928)
Λυπάται να βάλη το καρφί και φώγει ολόκληρο το πέταλο
Αλάτσι του χρειάζει ακόμα και φτηνού
(1925)
Δέν είναι πολύ έξυπνος
Σαν αλαμάνος είσαι καημένε!
(1926)
Η αλαμάνα = η ξετσίπωτη και αλαμάνος, πληθ. Οι αλαμάνοι , το αλαμανιό : φασαρία
Φέρ' τα να τ' αρμέξωμε, βάρ' τα να τ' αρμέξωμε
(1928)
Τη φράσι αυτή τη λέμε συχνά όταν πρόκειται για κάτι μπερδεμένο, κάτι ανεπανόρθωτο
Απροσκάλεστος γάιδαρος στο 'άμο είντα θέλει;
(1925)
Άμο = γάμο
Ανάθρεψε τον ποντικό να φάη το σακκί σου
(1928)
Επί της αχαραστίας
Τ' αυτί ντου δε ντρώνει
(1928)
Αδιαφορεί, δεν δίνει σημασία
Κάθε άγιος κι η μνήμη dου
(1928)
Η αγάπη ' ναι μισάρικη
(1926)
Δεν το ξέρεις που λέ' ένας λόος πως η αγάπη 'ναι μισσάρικη. Ώσπου μ' αγάπα τον εγάπου
Δεν ξερ' να μοιράση δυο αδάρ' άχερα
(1925)
Αδάρ = γαϊδάρων
Σβουρίζει κάτι κουβέντες που μήτε πίσσα 'χουνε μήτε παράδεισο
(1928)
Σβουρίζει= λέει
Θα χτυπά ύστερα τη γκεφαλή ντου στο ντοίχο
(1928)
Θα μετανοιώση
Άουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές, τα κρυφομιλήματα δεν ει' gαλές δουλειές
(1928)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Συχαίνομαι τον dο νεκρό, να κοίτεται να κλάνη
(1928)
Ένας έκανε το νεκρό, η μοιρολογίστρα τον πάτησε και του 'φυγε ένας πόρδος
Αβούθα με, καζοφτωχέ, να μη ενώ συνόμοιος του
(1928)
Αβουθώ = σηκώνω και βοηθώ κάποιο να σηκώση
Άλλοι λαχταρούν τα ένια κι άλλοι κόβγου ρίχτουν(τα
(1925)
Ένια=γένια