Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 310
Έτζ' τζ' είμαι σαρράφης
Συνοδεύεται από κείμενο...
Ξωπαναυρα χωργκάτης αλλαμένος
(1930)
Ερμηνεία: Επί των πειρωμένων να κατορθώσουν τι, αφού απολέσθη η προς τουτο ευκαιρία, ως πράττει ανόητος τις, ενδυόμενος μεγαλοπρεπής (αλλάσσων) “κατόπιν εορτής”
Με τον οκτρόν μου να δω, με τον σταυρόμ να βάλω
(1920)
Οκτρός = εχθρός, διάβολος
Όποιος βουρά τζ΄ εθ θωρεί ο μωρός του, κουτσουβλά τζαι πάει χαμαί
Κουτσουβλώ = σκοντάπτω
Της χήρας τ' αναστέναμαν τζαι τ' αρφανού το κλάμαν εις τον Θεόν ανέβησαν τζ' αγγάλεμαν εκάμαν
(1920)
Σημ. Αγγάλεμαν = επίκλησις, αρά
Για το κορωνίν εμείναμεν άσποροι
(1930)
Επί των μη κατορθούντων να φέρουν εις πέρας έργον ή υπόθεσιν τινα δι' έλλειψιν ή στέρησιν ασημάντου πράγματος, αλλ' απαραιτήτου
Εν έμεινεν ρουθούνιν
(1920)
Αλλάσσει τζ' αι ξαλλάσσει
(1920)
Τα περασμένα ξεχασμένα
(1920)
Αντάγ γιορκάς μεσ σαίρεσαι, αντ' αστοχάς μεμ πλείσσης
Πλήσσω = λυπούμαι
Επήεν τζαι παντουρίζει μέσ'στα άργκ' όρη
Σημείωση: Παντουρίχω = παντού γυρίζει, περιπλανούμαι
Ξιφτώ, ξιφτίζω
Ερμηνεία: Χρεωκοπώ, γίνομαι πτωχός, κηρύττω πτώχευσιν : “(ο φίλος μας) εξίφτησεν” και “(ο φίλος μας) εξίφτησεν τα” δηλαδή επτώχευσεν
Αδκειασερός παπάς θάβγκει τζαι τους ζωντανούς
(1920)
Σημείωση: Αδκειασερός και αδκειανός = ο μη έχων εργασίαν, αργός
Άρ(γ)κα πωρνή, καλή μέρα
(1920)
Σημείωση: Άργκος = άγριος
Τον αγαπάς ξετίμαζε και τον μισάς σ αιρέτα
(1930)
Ξετίμαζε= ύβριζε
Πωρνόν εις τήδ δουλλειάν τζ' ανώρας είς το σπίτιν
Πωρνόν = πρωϊ
Στηγ καλήγ γειτοννιάν λιμός εν γένεται
Επί των αλληλοβοηθουμένων
Εφερέμ μας καλόν γιούνιν
(1920)
Σημείωση: Γιούνιν = απάτη, δόλος
Αλλού θωρεις τζ' αλλού φουρνίζεις
(1920)
Ερμηνεία: Επί των απροσέκτων
Τσουλλώνει τα φκιά του
(1930)
Δηλαδή κλείνει τα ωτά του δια να μη ακούση, δεν ακούει
Άψετζ' τζ' έλαβεν
(1920)
Σημαίνει: Αφταίννω (ανάπτω, οργίζομαι, εξάπτομαι)
Ο πελλός άππωμαθ θέλει
(1920)
Σημείωση: Άππωμαν (το)=ενθάρρυνσις, προτροπή
Σύρνει τομ που τημ μούττην
(1930)
Εξέρανα στον απάνω κόσμον
(1930)
Άρκα βουνά και μαύρα όρη
(1920)
Άργκος = άγριος
Φάκκα τ' αυκόσ στον τοίχον
(1920)
Άλλος χασκά τζ' άλλος μπουκκώνει
(1920)
Χασκά = χάσκει
Παντρεμένη δίχως άντραν
(1930)
Παροιμ. Φράσις επί των πορνών
Ανάπο(δ)ος γρόνος δεκατρείς μήνες
(1930)
Επί στεναχώριας ή δυστυχίας
Ο φυννιατός τα ποκαθαρίζει
Ερμηνεία : Μετά τον θάνατον εκάστου γίνεται γνωστή η περιουσία του και τα χρέη του
Ζκη τζαι βασιλεύκει
Ερμηνεία: Επί των μη απεθανόντων, αλλ' ευρισκομένων εν τη ζωήν
Το γομάριμ πά στομ μύλον
(1920)
Γομάριν=φορτίο, βάρος
Πρέπει να ξαγυρευτής τζ' ύστερα να το κάμης
Συνοδεύεται από κείμενο...
Εκόπηκαν τα πάταρα μου
Ερμηνεία: Εξηντλήθην συνώνυμον του ήπατα
Γιατί να καλιέσαι τζει που 'σ σε καλλιούν;
Καλλιούμαι = προσκαλώ εμαυτών
Εκόπησαν τα ήπατά μου
Ερμηνεία: Όταν τις εξανληθή κ πάλη από υπερκόπωσιν, ενώ εργάζεται ή πορεύεται
Μεν το κοργκιάρης πολλά τζαι κόβκεται
Σημείωση: Κοργκιάρω = τεντώνω, εντείνω (εκ του κόρτα, το οποίο σημαίνει μεταξύ πολλών άλλων και σχοινί)
Μαιρεύγκω
(1930)
Ερμηνεία: Μεταφορικά βυσσοδομώ, τεκταίνομαι, μελετώ σχέδια επίβουλα, κακόβουλα, καταστρώνω σχέδια κακά
Φάκκα αυγά στον τοίχον
(1930)
Μαρίας μαρταβέλλες
(1920)
Ερμηνεία: Παραμύθια της Χαλιμάς
Όποιος εμ πονεί, νεκρόν εφ φιτά
Ερμηνεία: Επί των ευσταφερομένων ουκ λυπουμένων δι ατα δυστυχήματα και συμφοράς των άλλων
Έκαμέμ μας το γέλλοιον
(1930)
Έσ΄ ο Θεός
(1930)
Κουσιά καθαρισμένα
(1930)
Ειπέν τα ούλα, τζ' εξικαθαρίστην η δουλλειά
Έπκιασέν τον το τζυνομούϊν
Σημείωση: Τζινομούϊν = υποκορισιτκό του κυνόμνια = οίστρος
Έπκιασα την μαλαήν του
Σημείωση: Μαλάη η = ίχνη, σημεία, διαβάσεις προσώπου ή ζώου
Πήρε – φέρε (Πάρε, φέρε)
Ερμηνεία: Φράσις χαρακτηριστική της ταχύτητος. Τρώει πήρε φέρε, μάσεται πήρε φέρε
Βάλλω αντήλιον
(1920)
Ερμηνεία: Μεταφορικής σημαίνει βλέπω μακρόθεν, δηλ. Δεν δύναμαι να λάβω μέρος εις την διανομήν των κερδών
Ηύρα την μαλαήν του
Σημείωση: Μαλάη η = ίχνη, σημεία, διαβάσεις προσώπου ή ζώου
Έν να χαλάση τογ κόσμου
(1930)
Τ' αμμάτιμ έγ γυλτίζει που έτσι πράματα
Ερμηνεία: Δεν φοβούμαι έτσι πράγματα, απειλάς
Δουλλειάν του μαείρεψαν
(1930)
Αντίν
(1920)
Ερμηνεία: Επειδή ως εκ του περιτυλιουομένον παννίον το αντί εξογκούνται η λέξις αντί = κατήντησε σημαντικόν της εξογκώσεως οιονδήποτε πράγματος
Άλλοι ψυχομαχούν κι' άλλοι καυλομαχούν
Ερμηνεία:Ότι άστατα τα της φύσεως
Εν είπεγ κρί
(1930)
Έκαμα τοσ σημειδκιάν
(1930)
Σημειδκιά = παροιμιώδες λέξη αγνώστου σημασίας απαντωμένη εις τινα φράσεις (από το ζόλι)
Που τες σέλλες στα σάματα
(1920)
Ερμηνεία: Επί των επιπτούντων οικονομικώς
Εκάμαν του τα κάστια του Χριστού
Κάστια (τα) = βάσανα, μαρτύρια
Έχει ο λαός μονήν;
(1920)
Ερμηνεία: Επί των πλανοδίων και εστερημένων περιουσίας και κατοικίας
Πόσα ξέρεις; όσα εγύρισα
(1930)
Λέγεται επί των γνωριζόντων πολλά εκ των περιηγήσεών των
Εμ πατωμένος λίρες
Ερμηνεία: Έχει πολλά χρήματα, είναι πλούσιος
Έλυσα τζ' έσταζα
Ερμηνεία: Ως το κερί τήκεται και στάζει
Λύγνος
Λύγνος = λύχνος, λυχνάρι
Τ' αμμάτιμ πύργκους καταλλυεί
Ερμηνεία: Ο φθόνος καταστρέφει τα πάντα και τους πύργους
Εν να πηδκιαυλίσης
(1920)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Εκόπηκαν οι άτσες μου
(1920)
Σημείωση: Άτσα (η) = γαστροκνήμιον
Καλός καλός ο σοίρος τζ' εβγκέην χαλατζάρης
Ερμηνεία: Επί των διαψευδούντων την καλήν φήμην των
Η ργκά το βαρυςhείμωνον ξυλάγγουρον εζήταν
(1930)
Επί των ζητούντων τι παρακαίρως
Άλλος χασκά τζ' άλλος μεταλάβει
(1920)
Χασκά = χάσκει
Παίζει μας αλουπκιές
(1920)
Σημ. αλουπκιές = δέρματα, μεταφ. Πονηρίαι. Ερμηνεία: Επί των νεοκριτών
Απου πονεί γαουρινα φωναζει
(1920)
Έσει ο λαός μονήν;
(1920)
Σημείωσης: Μονή = στρώμα, κόιτη (ζώων)