Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 379
Αρχή ωδίνων
(1914)
Αλαφροκαμπανίζει
(1919)
Είναι ελαφρός, ελαφρόμυαλος
Ζυγίζη από τσ' αλαφρές
(1919)
Ερμηνεία: Δηλαδή: Είναι ελαφρός, ελαφρόμυαλος
Το ινάτι βγάνει μάτι
(1919)
Απ' άσπρου τον έκαμε
(1919)
Τον εξηυτέλισε, Κονδυλάκης
Τοιούτος γαρ ημίν έπρεπεν αρχιερεύς
(1914)
Εβρ. Ζ. 26
Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος
(1914)
Λουκ. Δ. 4...
Έλα παπού μου, να σου δείξω τα γονικά σου
(1919)
Γλαύκας εις Αθήνας
Του χωριάτη το σκοινί μονό δέ φτάνει και διπλό αβαντζαίρνει
(1919)
Αβαντζαίρνει = περισσεύει
Ποπανωθιός του κερατά ξυλιές του βγαίνουν κι όλας
(1919)
Ποπανωθιό = ποπάνω, εις επίμετρου
Που πάρη χίλια πέρπυρα και κακουδιά γυναίκα, τα χίλια παν' στο διάολο κ' η κακουδιά (ασχήμια) του μένει
(1919)
Πέρπυρα = υπέρπυρα – κακουδιά = καχεκτικός
Λυγνά, χοντρά κάτεργα
(1917)
Μπουκαλής, 190, 1 – 5...
Εστοίχισε ο γαμάς στεγκούνι.
(1918)
Σέρνει απού τς αλαφρές
(1914)
Ζυγιάζει απού τσαλαφρές
(1919)
Ερμηνεία: Είναι κουφός αλαφρόμυαλος
Η αλήθεια 'ναι μαλωσαρά
(1919)
Ζωγραφάκις
Ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον
(1919)
Συ όψει
(1914)
Έχε με παρητημένον
(1914)
Το βδέλυγμα της ερημώσεως
(1914)
Άρατε πήλας οι άρχοντες
(1914)
Χίλια μετανοιώματα ένα άσπρο
(1918)
Αντιλαβού
(1914)
Αισχρόν έστι και λέγειν
(1914)
Προς το θεαθήναι
(1914)
Επ' εσχάτων των ημερών
(1914)
Διεμερίσαντο τα ιμάτια αυτού
(1914)
Του μουλουριού κλουθούνε όλα
(1914)
Και κυριολεκτικώς και μεταφορικώς
Σημεία και τέρατα
(1914)
Ήρθε συρναμενος, κουναμενος
(1918)
Δηλαδή με θόρυβον και επίδειξην
Βάνω τη μαύρη μούρη
(1919)
Αποφασίζω να μη ντραπώ
Λυγνά, χοντρά, ανάκατα κάτεργα
(1917)
Διακρούση, Κρητικός πόλεμος 101, 2
Εγίνηνα σουντζούκι
(1919)
Σημείωση: Σουντζούκι (Δυτική Κρήτη) επίρρημα που σημαίνει παππί, διάβροχος
Ρήγα κατάμονο
(1919)
Δηλαδή μεγαλείο (Άγιος Ιωάννης Σφακιά)
Πατώ και σούρνω
(1919)
Ερμηνεία: Επιμένω
Ώρας δουλειά χρόνου ανεμελιά
(1910)
Ο αντίδικος ημών διάβολος
(1914)
Τέρατα και σημεία
(1914)
Άρατα θέματα
(1914)
Από Μανωλακάκη, Καρπαθιακά, 192
Παπά παιδί διαόλου 'γγόνι
(1919)
Σίδερο στη μέση μας
(1919)
Πιλάτος
(1919)
Οχληρός, βασανιστής
Πατώ πόδα
(1919)
Ερμηνεία: Απαντώ
Και είδε και επίστευσε
(1914)
Κλέψη και θύση και απολέση
(1914)
Του γύρισε τον κουνενό
(1914)
Τον μετέπεισε
Πίστιν ως κόκκον σινάπεως
(1914)
Υμείς όψεσθε
(1914)
Αυτός είναι βίδα
(1919)
Ανισόρροπος (Εννοείται οτι του λείπει βίδα, οτι είναι χαλασμένο μυαλό)
Άρατα
(1914)
Καθώς οικτείρει πατήρ υιούς
(1914)
Ευρήκε τον αντιμάλαμό του
(1917)
Ευρήκε τον καλύτερόν του. Δεινάκις
Ανατολή ανατολών
(1914)
Όντε πλουτείς μη χαίρεσαι
(1919)
Πλουτίζω, πλουτώ = γίνομαι πλούσιος
Έκατσε σαν την αποζυμώστρα
(1914)
Αποζυμώτρα = η τελειώσασα το ζύμωμα
Άρρητα αθέμιτα
(1914)
Από Μανωλακάκη, Καρπαθιακά, 192
Έκαστος εν ω εκλήθη
(1914)
Κάθομαι στα λάπανα παννιά
(1919)
Αδιαφορώ, αμελώ
Σκάνδαλον μου ει
(1914)
Αγρόν ηγόρασα
(1914)
Λουκ. ΙΔ. 18
Έως πότε έσομαι προς υμάς;
(1914)
Όψονται εις ον εξεκέντησαν
(1914)
Ήρθε χαιράμενος κουνάμενος
(1919)
Ερμηνεία: Ήλθε όλο χαρές και νάζια
Το γοργόν και χάριν έχει
(1919)
Θεού κομμάτι
(1919)
Χρυσός άγιος άνθρωπος
Εγενήκανε χουμά κουτάλια
(1919)
Δηλαδή αάνω κάτω
Σαρακηνός
(1919)
Μαύρος και άσχημος άνθρωπος
Τα ήκαμε ντάρι – νάξι
(1917)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Η κεφαλή αυτού επί πίνακι
(1914)
Βοηθός και σκεπαστής μου
(1914)
Έν μέσω δύο ληστών
(1914)
Επί ξύλου κρεμάμενος
(1914)
Γυμνός, παντός αποστερημένος
Όμοιος τον όμοιον αγαπά
(1914)
Εγίνηκ' άραχνος
(1917)
Εξηφανίσθη, δεν φαίνεται, δεν ευρίσκεται, και άραυνος (ιδ. Αρχαίον άραχνος = αράχνη)
Πάει σαν αγούδαρας
(1917)
Βλαστήματα και λιβάνιζέ τα
(1919)
Γ. Καλαϊσάκη, χφ έκ Χανίων, 1892
Αραδίτσα, παπαδίτσα
(1914)
Προς ταις επιδιώκοντας πρωτοκαθεδρίαν
Αντί του μάννα χολήν
(1914)
Έκαμ' Άγουστο
(1914)
Αδραπέτωσεν
Τριάκοντα αργύρια
(1914)
Κς' 15
Απορώ και εξίσταμαι
(1914)
Έρχου και ίδε
(1914)
Ανάστα ο Θεός
(1914)
Έγινε το ανάστα ο Θεός
Μη μου άπτου
(1914)
Ιωαν. Κ. 17
Του λιναριού τα πάθη ήσυρε
(1914)