Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 326
Όποιος περιμένει απ' αλλουνού σκουτέλλι, ένει νηστικός
(1952)
Σκουτέλλι = βαθύγυρο πιάτο, σα γαβάθα
Το ξένο ψωμί είν' όλο λύσσα
(1952)
Το τρως με πολύ ίδρωτα και στεναχώριες
Το ξένο βόι, όλο όξου τηράει
(1952)
Το πήρες για να σε βοηθήση, μα αυτό δε βλέπει την ώρα να ξαναγυρίση στ' αφεντικού του
Ο ξένος αναπεύει, μα δε θεραπεύει
(1952)
Ο ξένος βοηθάει λίγο, μα όχι ριζικά
Όλη μέρα σουροκάλι και το βράδυ μαϊστράλι
(1952)
Μαϊστράλι (ιταλική) = ΒΔ άνεμος. Αυτοί οι δύο καιροί επικρατουνε συνήθως το καλοκαιρι
Άσκημο στην κούνια κι όμορφο στη ρούγα
(1952)
Το παιδί που γεννιέται άσχημο, θα γίνη όμορφο μεγαλώνοντας
Του φτωχού η πομπή στο κούτελο, και τ' άρκοντα στο γόνα
(1952)
Γιατί από την παρέα του κατώτερού του ο άρκοντας κάτι περιμένει
Αρχοντοσυμπεθέρεψες; Κακή φωτιά που άναψες
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Τ' αρκοντικό ψωμί έχει εφτά φλούδες
(1952)
Δουλεύεις σκληρά, ή παθαίνεις στενοχώριες για να το φας
Με γέρο γραίο αρμένιζε, σουρόκο παλληκάρι
(1952)
Γραίος (ιταλ.) Β.Α. Άνεμος, σορόκος και σορόκος, (ιταλ.) Ν. Α. Άνεμος. Καλό είναι ν' αρμενίζη (ταξιδεύη) κανείς , όταν έχουν περάσει μέρες που φυσάει ο γραίος ή όταν άρχισε ο σιρόκος
Αρκόντου και μωρού, καθώς του δόξει
(1952)
Μωρός=τρελός
Όσα δεν τρώει ο άρρωστος, τα τρώει η αρρώστια
(1952)
Δηλαδή, τα έξοδα που γλυτώνει από φαγητό κ.λ.π., τα δίνει στα φάρμακα και στους γιατρούς
Αν δεν αστράψουν τα Ήρια, α δε βροντήσ' ο Χάνος, στάλα νερό βρίσκεται να σύρ ο Μαυριάνος
(1952)
Τα Ήρια, ο Χάνος και ο Μαυριάνος είναι τρείς τοποθεσίες του κάμπου, στα Δαμουλιανάτα της Παλικής. Είναι κ΄οι τρείς σε κοιλάδα, πάνω από τη θάλασσα. Στα Ήρια ήταν παλιότερα μοναστήρι, που χάθηκε, λέει, από θεική οργή. Ο ...
Γυναίκα κοντοκάπουλη...
(1952)
Χειμωνιάτικο παιδί, της άνοιξης καμάρι
(1952)
Άνοιξη που θα είναι 4 – 5 μηνών, θα έχη όλες τις χάρες του...
Η αλήθεια 'ναι μαλώτρα
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Άλλος αγαπάει τη μαυρομάτα, κι' άλλος την τσιμπλομάτα
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Αγάπη και βήχας δεν κρύβονται
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Βαρύ καλοκαίρι, αλαφρύς χειμώνας
(1952)
Λαική παρατήρηση, που ισχύει κι αντίστροφα: Αλαφρύ καλοκαίρι, βαρύς χειμώνας
Τ' αγι-Αντριός, αντρειεύετ' η μέρα
(1952)
Τ' αγίου Αντρέα είναι στις 30 Νοεμβρίου
Ο άγιος Γεράσιμος ανοίγει τσι γιορτάδες, κι' ο άγιος Χαράλαμποσ τσι κλεί
(1952)
Εννοεί τις χειμωνιάτικες γιορτές. Τ' αγίου Γερασίμου είναι στις 20 Οκτώβρη, και τ' αγίου Χαραλάμπους στις 10 Φεβρουαρίου
Άσπρη – κάτασπρη δε φελά, μπουχνάτη δεν αξίζει, μελαχρινή και νόστιμη τους νέους περιορίζει
(1952)
Φελώ = αξίζω, μπουχνάτη = παχουλή, ξανθότριχη, περιορίζω = παίρνω το μυαλό, ξελογιάζω
Τση μοναχονοικοκυράς, πρώτο συχέριο η έγνοια της
(1952)
Μοναχονοικοκυρά = που δεν εχε άλλη γυναίκα για βοήθεια, συγχέριο βοήθεια
Όποιος ξαλέθει χαίρεται, κι όπου πιχάει λυπάται
(1952)
Ξαλέθω = τελειώνω το άλεσμα, πιχάψ = (επιψέω) ρίχνω το στάρι στην τρύπα της μυλόπετρας
Δε μπορείς να κρύψης τον ουρανό με το κόσκινο
(1952)
Δεν κρύβεις την αλήθεια με προφάσεις ή συκοφαντίες
Μπαρμπούνι-μπαρμπουνάκι, το καλύτερο ψαράκι
(1952)
Συνηθάνε τη Σαρακοστή και βράζουνε καβούρους με τ' αλάτι
Τα 'χ' η μοίρα μου γραμμένα δεν παράρκεται κανένα
(1952)
Παράρκεται = ξεφεύγει
Το Νοέμβρη νόγα σπέρνε το Δικέμβρη δίκια σπέρνε
(1952)
Η παροιμία παίζει με τις λέξεις νογάω καταλαβαίνω. Τους δυο αυτους μήνες πρέπει να κάνη κανείς προσεχτική και μετημένη σπορά
Ο καλός νοικοκύρης ξυπνάει πρώτος και κοιμάται τελευταίος
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Τι να σου κάμη η καλή νοικοκυρά μες στ' αδειανό το σπίτι;
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Σε καλού κουμπάρου σπίτι, όποιος κάθεται δε φεύγει
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Ο μουσαφίρης δε θέλει άλλο μουσαφίρη
(1952)
Η λέξη μουσαφίρης (τουρκική), έχει έρθει από την άλλη Ελλάδα στην Κεφαλονιά
Η πουρβερη το πρόσωπο πως το κατασκευάζει, σαν κότα το ΜαΓιαπριλο, που ξαναπουπουλιάζει
(1952)
Πουρβερη (ιταλική) = πουδρα, η ριζόσκονη του προσώπου, ξαναπουπουλιάζει = βγάζει καινούρια πουπουλα, φτερά
Ο σάλιαγγας σα βουληθή να βγη αφ' το καυκί του, πρώτα βγάνει τα κέρατα, κ' ύστερα το κορμί του
(1952)
Σάλιαγγας = σαλίγγαρος
Φάε σκόρδο, πιάσ' τ' αρματά σου, φάε κρεμύδι, πιάσ' τα γονατά σου
(1952)
Το κρεμμύδι δεν έχει τη δύναμη του σκόρδου
Να 'ξερ' η πόρτα να λεε, κ' η παραστή να μίλιε
(1952)
Παραστή, η παραστάδα, η κορνίζα της πόρτας. Πόσα βλέπει που γίνονται μες στο σπίτι!
Παναγίαβόχτα, που πίνει το παιδί νερό
(1952)
Μπορεί να κομπιαστή το παιδί την ώρα που πίνει νερό, κι' αυτό είναι επικίνδυνο
Όποιος παινιέται μοναχός, και δεν τονε παινούνε, να κάτση να 'ρηνεύεται, γιατί τονε γελούνε
(1952)
Ρηνεύομαι = Ειρηνεύομαι, κάθομαι ήσυχος
Για όσους δεν κλεί η πόρτα σου, κόψιμο μην έχης
(1952)
Δηλαδή μόνο για τους στενούς σου συγγενείς να στενοχωριέσαι
Ο παράς κι' ο σπόρος, α δε σκορπιστουνε, δεν αβγαταίνουνε
(1952)
Αβγαταίνω = πληθαίνω
Στα ρηχά, δεν πλέει καράβι
(1952)
Χωρίς πολύ χρήμα δε γίνονται δουλειές
Όποια πάρη παλληκάρι, ξανανιώνει σα φεγγάρι, κι' όποια πάρη γέρον άντρα, τ' ώχου δεν τση λείπει πάντα
(1952)
Τ' ώχου = Η λύπη, η στεναχώρια
Όποιος δεν έχει σεγκούνι, δεν έχει ζωή μπουκούνι
(1952)
Σεγκούνι = δηλαδή δεν έχει κάποια αξιοπρεπή εμφάνιση
Όποιος σκάβει και βογγά, θα τρυγά να τραγουδά
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Σάπια γνέματα, παλιά πανιά
(1952)
Όταν οι πρώτες ύλες είναι σάπιες, και τα υφάσματα θα 'ναι σάπια
Όθε φτύσουνε πολλοί, γένεται λάσπη και νερό
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Κατά το βάζο τσ' εκκλησιάς είναι κι ο ψάρτης κι ο παπάς
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Ποτέ δεν κλειέται πόρτα, δίχως ν' ανοίξη παρεθύρι
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Ξερό ψωμί του νηστικού, του φαίνεται ματζούνι
(1952)
Ματζούνι = (αραβική) γλυκό που το 'φερναν οι Ηπειρώτες στην Κεφαλονιά
Βέργα που λυγάει δεν τσακίνεται
(1952)
Όποιος υποχωρεί δεν παθαίνει
Κάλλιο τση γης κατάλυμα, πάρι του κόσμου γέλιο
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Ότα θέλ' η νύφη κι ο γαμπρός, παρόξου οι συμπεθέροι
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Από μπουκιά κι' από πιοσιά, το σπίτι δε φτωχαίνει
(1952)
Πιοσιά = ό,τι πίνει κανείς, μια καταποσιά
Μούτρα προύτζινα, καρδιά βαμμένη
(1952)
Έκφραση στυγνή δείχνει κακή καρδιά
Νύφη μπαίνει; Κάτσετ' αναπαμένοι. Νύφη βγαίνει; Έβγατε ναν τη δήτε
(1952)
Η νύφη που έρχεται στο σπίτι του γαμπρού θα ζήση εκεί, ενώ όταν φύγη απο της μάννας της σπάνια θα ξαράρτη
Η ζυμώτρα επαινιότουν και ο μύλος εκαυκιότουν
(1952)
Ο μύλος άλεσε καλά το στάρι, και γι' αυτό η ζυμώτρα έβγαλε καλό ψωμί
Έντεκα Μονοπολάδες, δεκατέσσαρες κουβέτες
(1952)
Χωριό στην Παλική
Ξιού, μύγα, κ' είμαι Ματζαβίνος!
(1952)
Ματζαβινάτα = χωριό της Παλικής (Κατώη), δηλαδή δεν κάθεται μύγα στη μύτη τους
Οπού κρατεί, καλά κρατεί, κι οπόχασ' ας γυρεύη
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Στο κακό μαγέρικο, μια φορά τρως
(1952)
Γιατί θ' αποφύγης να ξαναπάς
Κυριακή χαροκοπίστρα και Δευτέρα μουρμουρίστρα
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Ο νοικοκύρης του σπιτιού είναι κι' ο γάιδαρος του
(1952)
Γιατί όλο κουβαλάει
Όπου του μέλλει να πνιγή, ποτέ του δεν παιθαίνει
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Με γουρούνια κάθεσαι με ψύλλους ασηκώνεσαι
(1952)
Ασηκώνομαι = σηκώνομαι
Α σε πούνε μεθυσμένο, πιάσ' τον τοίχο πήαινε
(1952)
Από τη συλλογη Λιβιεράτου
Του μπαμπά μας η σακκούλα βάνει καθενός μιά βούλλα
(1952)
Δηλαδή ο πατέρας μας με τα λεφτά του φράζει τα στόματα του κόσμου, και δε μας κακολογούν
Κάλλιο πρώτος στο χωριό, παρά παρακατινός στη χώρα
(1952)
Παρακατινός = παρακάτω, δεύτερος
Ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε φαμίλια χωρίς πομπή
(1952)
Πομπή, ντροπή, κατηγόρια
Μαρτιανό πουλί, αυγουστιάτικ' αυγό
(1952)
Τα πουλιά που βγαίνουν το Μάρτη, θα γίνουν κότες ως τον Αύγουστο και θα κάνουν αυγά
Με την παντρειά έρκεται και το μυαλό
(1952)
Δηλαδή και τ' αγόρια και τα κορίτσια φρονιμαίνουν
Όσα σκεπάζ' ο Ουρανός, τόσα σκεπάζ' η μάννα
(1952)
Κρύβει ή προστατεύει
Από σκοτωμένος, κάλλιο λαβωμένος
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Όποιος πρωτοπάη στο μύλο, αλέθει
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Της αδύνατης ζυμώτρας, το νεράκι της εβόχτα
(1952)
Ρίχνει νερό στο ζυμάρι, κ' έτσι δεν κουράζεται
Κάλλιο η μάμμα μου, παρρά η μάννα μου
(1952)
Μάμμα = ο προβολός της κότας γενικότερα, το στόμα. Κάλλιο να φάω εγώ, παρά η μητέρα μου
Βλέπεις σέμπρε; Βλέπ' ο Θεός
(1952)
Διάλογος που γίνεται στη μοιρασιά, όταν τ' αφεντικό ζητάη ν' αδικήση το σέμπρο του
Δυό άκρες έχει το μπαστούνι μιά του νοικοκύρη και μιά του μουσαφίρη
(1952)
Παλική από τη συλλόγη Λιβιεράτου
Καλή ζωή και κακή διαθήκη
(1952)
Ας κάνη κανείς πλούσια ζωή, κι ας μην αφήνη τίποτα στους κληρονόμους
Η καμήλα, ύστερ' από σαράντα χρόνια, εύρηκε το δίκιο της
(1952)
Κάτι ανέκδοτο κρύβεται εδώ. Η καμήλα είναι γνωστή για τη μνησικακία της
Ο διάολος βοηθάει τσου δικούς του
(1952)
Ερμηνεία: Τις λέμε για τους κακούς που δύσκολα παθαίνουν
Ο Θεός θρέψει το σκουλήκι μες στην πέτρα
(1952)
Παλική από τη συλλογή Λιβιεράτου
Ζουρλού κεφάλι δε γυρίζει
(1952)
Παλική, από τη συλλογή Λιβιεράτου
Ο βαθιός ο ποταμός τρέχει και δεν ακούεται
(1952)
Οι πραγματικά άξιοι ενεργούν χωρίς θόρυβο
Η άδικη κατάρα τριγυρίζ' όλη μέρα, και το βράδυ ξανάρκεται στο νοικοκύρη της
(1952)
Δηλαδή δ' εκείνον που την ξεστόμισε
Οι κοπέλλες αξαίνουν ένα κλωνί κριθάρι την ημέρα, και τα σερνικά ένα κλωνί στάρι
(1952)
Δηλαδή τα κορίτσια μεγαλώνουν γρηγορώτερ' από τ' αγόρια
Έχει κόπο το σφουγγάτο, όσο να σου πούνε “φά' το”
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Κάλλιο βουκέντρι, παρά βόδι
(1952)
Βουκέντρι ή βουκέντρα
Όπου κακά φουρνίζει, στραβά καρβέλια βγάνει
(1952)
Καρβέλι = ψωμί