Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 121
Εύρισε στο νήλιο
(1930)
Όταν είναι κάτι μαραμένο
Στο χωριό που δεν αυλίζουν οι σκύλλοι, πορπατουν οι αθρώποι χωρίς ραβδιά
(1931)
Άφοβα δηλαδή
Πατώ ποδάρι
(1930)
Επιμένω
Τσίdα – φούdα και τάσπρα πόυdαν
(1931)
Λέγεται για τους περήφανους
Τη gεφαλή μου σκοτώνω
(1930)
Προσπαθώ να θυμηθώ
Κάλλια αδουρόδενε παρά αδουρούρεβε
(1930)
Γαιδουρόδενε
Στο πιστέβγω θάρθω
(1930)
Στον αέρα μιλείς
(1931)
Χωρίς να ξέρης, χωρίς προηγούμενη σκέψη
Το έτοιμο κάνει gλέφτη
(1930)
Δεν ικατάπινα γλυκό σάλιο
(1930)
Είμαι πικραμένη αιωνίως
Μήτε παιδιά, μήτε σκυλλιά
(1931)
Απολύτως τίποτα
Ένας αέρας που δε σε πειράζει, άσ΄ το κι ας φυσά
(1931)
Άσ' το = άφησε το
Η σκρόφ' απόdεν 'εέννησε, χλωρό σκατό δεν έφαε
(1930)
Θένε να πραστήσουνε τις μητρικές θυσίες, την μητρική αγάπη
Να τρώς και να γλύφης τα δαχτύλια σου
(1931)
Λέμε όταν είναι κάτι καλό στην γεύση
Ευτά είν' αgούρια
(1930)
Το λέει κανένας, όταν του λένε κάτι που δεν το συμφέρει, που του φάνηκε ψευτιά
Τ' αγαπά καρδιά d' αθρώπου, το καλύτερο dου κόσμου
(1930)
Εκείνο που αγαπά η καρδιά του ανθρώπου είναι το καλύτερο
Πόχου dα ένεια 'χου gαι τα χτένια
(1930)
Ένεια=γένια
Πολύ βαρύς είν' αέρας του
(1931)
Δυσκίνητος
Στάσου μυία, μη dου gίγης
(1930)
Φράση για τους χαδεμένους, για τους αδύνατους, για τους παράξενους
Κάποιος ήσφαξε dη νύχτα τσοί εροdόβουδοι κι εδουλία την ημέρα τα δαμάλια
(1931)
Εδουλία (φοβότανε)
Όποιος θέλει να μισέψη στη bεριιαλιά καθίζει
(1931)
Ότι δε θέλει κανείς δε ζάνει
Φέρεις κι' α δεν ηφέgεις μικρόν αόραζε
(1930)
Για τα παράταιρα στην ηλικά ανδρόγυνα, για τα γλερικα ζώα
Ποdικός ανεστεναζει να περάσ' α το ματζέ του
(1931)
Δε βρίσκει δηλαδή τίποτα ο ποντικός να φάη
Ποιος ήκαμε dο φονικό; Πούδωσε dο μαdάτο
(1930)
Ερμηνεία: Εκείνος που έδωσε την είδηση
Σάν αφέdης στό φαϊ και σά σκύλλος στή δουλειά
(1930)
Να τρώη αργά κι' όμορφα κανένας σάν κύριος και να δουλεύη πολύ σά σκύλλος, γρήγορα, πολύ ή πιστά σά σκύλλος
Θα σου βάλω τα ποδάρια σου σ' ένα παπούτσι
(1930)
Θα σ' εκδικηθώ
Α δε ξοδιάσης, δε σοδιάζεις
(1930)
Ήδεσα το σκύλλο μου
(1930)
Έκαμα τη δουλειά μου, βολεύτηκα, ειρωνεία πάντοτε
Η ούλα κάστρα πολεμά και χώρες διαομίζει
(1930)
Λέγεται για το φαϊ. Δηλαδή όλα για το πλούτος, για το φαϊ γίνονται και οι πόλεμοι και οι καταστροφές.
Άνθρωπος από ενιά και σκύλλος από μάdρα
(1930)
Οι άνθρωποι των καλών οικογενειών ως κ' οι σκύλλοι των μαντρών (οι τσοπανόσκυλλοι) ξεχωρίζουνε είναι καλύτεροι
Α δε dο κόψης, δε ξεματώνει
(1931)
Μα χωρίς να με πειράξη ήθελε να 'μαι κακιωμένος μαζί dου; Α δε dο κόψης, δε ξεματώνει, λε ένας λόος
Μέσ' στα νύχια μ' ακλουθά
(1930)
Έρχεται κοντά μου. Δεν πάω πολύ πιό εμπρός. Με παρακολουθεί. Μ' αγαπά κι έρχεται πάντα εκεί που 'μαι
Δε δα (ιδές δα) το σκύλο στη στάχτη κι αμ' έλα μου στ' αλεύρι
(1930)
Παροιμία που λέγεται για τους ανθρώπους που κατραδέχονται να ζητάνε ή να κλέφτουν παραμικρά, τιποτένια πράματα
Το παχύ με τ' αχαμνό να παχύνου gαι τα δυό
(1930)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Από που βαστά η σκούφια dου;
(1930)
Από ποιό τόπο είναι; Από ποιά οικογένεια κατάγεται;
Όποιο νερό μέ πνίξη, θάλασσα λοάται
(1930)
Λοάται = λογίζεται
Που δε ξοδιάση, δε σοδειάζει
(1930)
Τέθοια ώρα τέθοια λόϊα
(1930)
Για το ξαφνικό
Όπου 'ναι 'να gοπελάκι είν' ένα αγιάκι όπου 'ναι δυο κοπελάκια 'ναι δυο διαολάκια
(1930)
Δηλαδή όταν ένα παιδί είναι μονάχο, είναι ήσυχο, ενώ δυο μαζί κάνουνε φασαρία
Ο άdρας είν' αοραστής
(1930)
Για τους λεύτερους που παίρνουν δηλαδή όποια θένε. Είναι πιο εύκολο
Δεν ήρθαμε σ' ένα λόο
(1930)
Δεν λογοφέραμε, δεν μαλώσαμε
Κάλλιο στο μάλι μου, πάρα στο κεφάλι μου
(1931)
Κάλλιο ζημιά, παρά αρρώστια, παρά θάνατος
Η ούλα κάστρα πολεμά και χώρες διαομίζει
(1930)
Διαομίζει=διαγουμίζει, σκοριόν καταστρέφει. Η ούλα όταν είναι κανένας φαγάς λέμε τση ούλας τον ναι.
Δε (ιδές) δα το σκύλλο στη σταχτή κι αμ' έλα μου στ' αλεύρι
(1931)
Το λεν όταν αρπάξη, όταν κλέβη κανένας τίποτα που δεν έχει αξία
Σου παίρνει το σάλι από το στόμα
(1930)
Δια τους άρπαγες, για τους ικανούς να σου ζητάνε κα να σε καταφέρνουνε με τα γλυκόλογα, με τις κλάψες, να τους δίνεις
Σε πουλώ και σ' αοράζω
(1930)
Ένας που θεωρεί πολύ έξυπνο τον εαυτό του το λέει
Τον ίδιο λόο λέμε gαι δε γρικιόμεστα
(1931)
Εννοούμεθα
Ως που να σηκώση τονα dου ποδάρι, τρων οι σκύλλοι τ' άλλο
(1931)
Όταν είναι οκνός, βραδυκίνητος κανένας
Επά ιαλός κι εκεί ιαλός καί πού νά πέσω νά πνιώ
(1931)
Επά = εδώ. Ο φτωχός ως κι ά dά κάμη, έρημος είναι
Ζαβός φορεί τα ρούχα σου
(1932)
Ερμηνεία: Είσαι ζαβός
Bόρα gαί τούτο και θα περάση
(1930)
Αιά Βαρβάρα έννησε gι' η Στελιανή το 'δέχτη gι' Άης Νικόλας τόκουσε gαι πα να το βαφτίση
(1930)
Το λέμε για τις τρείς αυτές γιορτές πούναι κοντά
Εώ σ' έπιασα 'τα dριαdάφυλλο κι' εσύ ήσουν αgάθι κι' εgιλωσές με
(1930)
Για τους ανθρώπους που αλλιώς τους νομίζαμε κι΄αλλιώς τους βρήκαμε
Αθιβόλι 'ναι τ' αφτί σου
(1931)
Ακούς πολύ. Είναι σαν αχνάρι (αθιβόλι) που δε γελιέται ν΄ακούση ούτε πιο πολύ,παρά ακριβώς ότι ειπωθή.
Η καρδιά μου μου λέει
(1930)
Προνοώ
Το κουριαλόν επέθανε, γριά και έρος τόλαιε
(1931)
Λέγεται όταν στεναχωριέται κανείς για κάτι που δεν αξίζει
Του καλοκαιριού τ' αgάθι, το χειμώνα μαρουλάκι
(1930)
Δηλαδή του καλοκαιριού τ' αγκάθι μας φαίνεται μαρούλι το χειμώνα
Τράβα τον αραbά σου
(1931)
Τράβα το δρόμο σου. Όταν είναι θυμωμένος κανένας και του μιλεί ένας άλλος και θέλει να τον διώξη
Από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι' απ' αγκάθι βγαίνει ρόδο
(1930)
Επί των ανομοίων γονιών και παιδιών
Το αίμα μο ίνην όβιο
(1931)
Εσκύλεψα, θύμωσα πάρα πολύ, έγινα σκύλλος σωστός
Δεν ηξέρ' απόθε βγαίνει ο νήλιος
(1930)
Για τους αμαθείς, είναι αθώο, αγνό
Δεν ηξέρ' απόθε ξημερώνει
(1930)
Για τους αμαθείς, είναι αθώο, αγνό
Ριζικό μου δος και στη gοπρϊά με ρίξε
(1930)
Ριζικό = τύχη
Θα φιλήση τα νύχια dου
(1930)
Θα μετανοιώση
Θα σου βγάλω τα νύχια σου
(1930)
Θα εκδικηθώ
Σκίζεται με το νύχι
(1930)
Όταν είναι κανένας πολύ παχύς
Είν' ο πόδας μου μέσ' στο λάκκο
(1931)
Είμαι γέρος πια, θα πεθάνω γρήγορα
Εφοβήθη bλιά το μάτι μου
(1930)
Φοβήθηκα, φοβερίστηκα
Το καλόν αραθάκι από μικρό του δείχνει
(1930)
Αντίστοιχη προς το: η καλή μέρα φαίνετ' απού το πρωΐ
Πότ' ο Ιάννης δε bορεί, πότ' ο κώλος του πονεί
(1930)
Για τους συχνά αδιαθετούντας
Όσο σηκώνει μια μυία στο φτερό τζη
(1930)
Θέλοντας να παραστήσωμε το απόλυτα τίποτε
Ούτε οι σκύλλοι τω ρυμνώ να μη bεράσου τζαι πόνοι τζη
(1931)
Δηλαδή τόσο δυνατοί πόνοι λυπάται κι ένα σκύλλο του δρόμου να τους υποφέρη
Ποιός σε πάθιε στο αστράαλα;
(1930)
Φράσις που λέγεται, όταν μαρτυρήσωμε κάτι μυστικό, κάτι που δεν ήτανε αναγκη να ειπωθή
Τα σκυλλάκια με βαστουνε
(1930)
Το λέμε όταν περπατήσουμε και κουραστουνε τα πόδια μας, οι γάμπες μας και δεν μπορούμε να κινηθούμε ελεύθερα την άλλην ημέρα
Ετσά κι ετσά, 'φάαν οι σκύλοι τα πετσά
(1930)
Συνοδεύεται από κείμενο...
Εκεί πού d' όνα πάει καί τάλλο
(1930)
D' όνα = είναι τό ένα