Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-4 από 4
Τσόκ νταμάχ', τσόκ ζαράγ'
(1940)
ΠΟλύ νταμάχι (κόπος, κουράγιο) πολλή ζημιά, βλάβη. Δηλ. Να μην το παρακάνη κανείς στη δουλειά, γιατί θα πάθη.
Απόμιν' η νύφ' στολ'σμέν!
(1940)
Αποτελέσματα 1-4 από 4