Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-2 από 2
Ως να κάνη τή δουλειά του, βαστά πάντα την ποδιά του
(1926)
Από έθιμον των Βυζαντινών καθ' ό οσάκις πλούσιοι ή ισχυροί εξήρχοντο, τοτί εκρατούν οι ταπεινότεροι κολακεύοντες τις ποδιές
Σαν κάμη ο Μάρτις δυό νερά κι' Απρίλις άλλο ένα, θα δης κουντούρες σαν παιδιά, και πίττες σαν αλώνια
(1926)
Κουντούρα = η βότρυς, η κουρβούλα, υπόδημα παλαιόν κοντόν του οποίου η χρήσις βαθμηδόν εκλείπει. Ίσως έντευθεν ελήφθη το τουρκ. Kundur το οποίον εσχέτισαν προς το ιτ. Coturno (βλ. Meyer, Turkische Studien 1, 53)