Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-7 από 7
Μέσα σ' τούτου του τουμάνι, δεν ανεγνώνιτι φιρμάνι
(1918)
τουμάνι = καπνός, θόρυβος
Βουΐζ' ένα τούμπανο [ή παίζ'...]
(1918)
Αλληγορικώς, επί αδεσπότου φήμης.
-Να μου γίνεις τούμπανο -Για σένα είναι τα τούμπανα -Δεν είνι για τα τούπανα
(1918)
βλ. κρυφό, γάμος
Έχωου στήθους
(1918)
=τολμώ (όπως: έχ'ς κώλου, σαν έχ'ς κώλου).