Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-2 από 2
όποιος έχει σύντροφο εχ' αφέντη Ο - έχει καραφέντη Ο. ε. σύντροφον, έχει κι αφέντη
(1918)
Διότι δεν έχει ιδίαν θέλησιν
Σουρίζω
(1921)
Πλενάζω τινα δια συριγμόν
ερ. του εσύριζαν (ή) θα τον συρίζωσι