Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-5 από 5
Δέν το κόβει το δόντι σου
(1920)
Είσαι ανίκανος να καταλάβης εν αξίωμα, θέσιν κ.τ.λ.
Θά μουδιάση το δόντι σου
(1920)
Θά υποφέρης στενοχωρίαν είς μίαν επιχείρησιν
Έχει δόντι
(1920)
Ερμηνεία: Έχει δύναμη χρηματική και σωματική
Σφίξε τα δόντια σου
(1920)
Πρόσεχε είς την διαδικασίαν, την οποίαν ήνοιξες με κάποιον άλλον να τον κερδίσης. Εις μικρά παιδιά μεταχειριζομένη η λ. Σημαίνει βάλε τα δυνατά σου να μή σε υπερτερήση ο άλλος
Του τριξε τα δόντια
(1920)
Τον απείλησε