Αναζήτηση
Αποτελέσματα 101-110 από 760
Το βίον είπαν ατο 'πού θα πας; και είπεν' 'ς σο βίον
(1931)
Είπαν 'ς τον πλούτο “πού θά πάς;” κ' είπε “'ς τον πλούτο”
Τρελλόν αν δαρμενεύης, κρύον σίδερον δουλεύεις
(1931)
Δαρμενεύω = συμβουλεύω
Πολλά που νουνίζ' πολλά παθάν'
(1931)
Νουνίζω = σκέπτομαι
Να μη έμοιααν, κ' εσυμπεθέριααν
(1931)
Ερμηνεία: Αν δεν έμοιαζαν, δε συμπεθέριαζαν
Ο Θεόν δί' τα φάβατα που 'κ' εγροικούν να τρώγ' ν άτα
(1931)
Ο Θεός δίνει τα κουκιά σ' εκέινους που δεν ξέρουν να τα φάγουν
Ο Θεόν δί' τα φάβατα που 'κ' έχ΄ δόντια να τρώη άτα
(1931)
Ο Θεός δίνει τα κουκιά σ' εκέινους που δεν έχουν δόντια να τα φάγουν
Ο Θεός εμέν 'κ εθέλεσεν κ' εγώ ατόν
(1931)
Ο Θεός δε θέλησε εμένα κ'εγώ αυτόν
Π΄έχει κύρην έχ, ευγενειά, π΄έχει μάναν, παρέβγαν, π' έχει αδέλφα σπλαχνικά και αντρεμέντσα είναι
(1931)
Όποια έχει πατέρα έχει ευγένειαν, όποια έχει μητέρα έχει και τιμητικό κατευόδωμα κι όποια έχει αδέρφια σπλαχνικά είναι αντρειωμένη
Ποιός εχάσεν την εντροπήν και να ευρήκ'ς άτο;
(1931)
Ποιός έχασε τη ντροπή για να τη βρης;
Όλα ομματάσκουν, τ' αχούλ' μαναχόν 'κι όμματα σκέται
(1931)
Αχούλι= μυαλό, ερμηνεία: όλα τα πιάνει το μάτι, το μυαλό μονάχα δεν το πιάνει μάτι