Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1841-1850 από 2054
Βαίνει το εν' αλλονήνα
(1929)
Περί κερδοσκόπου
Εκάεν υλέε, κ' είνας μάννα π' εγέννεσεν οφίδ' είπεν 'ναηλί εμέν, θα καίεται τ' οφίδ' μ'
(1929)
Κάηκε το δάσος και μια μάννα που γέννησε φίδι είπε: ''αλίμονό μου, θα καή το φίδι μου''
Εκυλίεν ο γάϊδαρον κ' εξύαν τα κοκκία, ο γέρος κλαίει το γάϊδαρον κ' η γραία τα κοκκία
(1929)
Κατρακύλισε ο γάϊδαρος και σκόρπισε το σιτάρι, ο γέρος το γάϊδαρο κ' η γριά το σιτάρι
Έκλασεν η κάτα 'ς ση θάλασσαν κ' εποίκεν μερτικόν
(1929)
Έκλασε η γάτα 'ς τη θάλασσα κ' έκανε μερτικό
Γι αρριβώνα τσι του τσ' κάλι θέλι ανάgασ' η μιγάλι
(1929)
Τσ' κάλι = τσουκάλι, τα γνωστά πήλινα αγγεία, που μαγειρεύουν μέσα οι χωρικοί τα όσπρια. Όπως λοιπόν το τσουκάλι για να βράσει πρέπει να εξαναγκασθεί γι' αυτό δηλ. Απαιτεί διαρκή επίβλεψη και προσοχή, έτσι και κείνοι πόγουν ...
Εγώ γελώ τους δώδεκα και χίλιοι γελούν με μένα
(1929)
Κακόγλωσσοι και χλευασταί είναι συνήθως εκείνοι που έχουν τας περισσοτέρας κακίας και τα περισσότερα ελαττώματα
Ζήσε, μαύρε μου, να φας χλωρό τριφύλλι
(1929)
Μια κατάστασις σώζεται μόνο εις την κατάλληλον εποχήν, ενώ η άσκοπος έχει ως συνέπειαν τον βέβαιον όλεθρον
Δουλεμένο, ζηλεμένο
(1929)
Ζηλεύεται, αλήθεια, η καλοδουλεμένη εργασία, ιδίως τα καλοδουλεμένα και τακτοποιημένα αγροκτήματα