Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-28 από 28
Άνδρας μαντατεμένος είναι σπαθί ακονισμένο
(1921)
μαντατεύω= καταγγέλω, προδίδω, μαντατεμένος= κατηγγελμένος, προδομένος
Μαντατοφόρου κεφαλή δεν κόβγιεται
(1921)
Μαντατοφόρος = αγγελιαφόρος (εκ του ιτ. Μαντάτο)
Μοιρασμένο ψωμί ανάπαψι των αδοντιώ
(1921)
Αδοντιώ = Οδόντων, αδόντια και αντόδια
Κατά τα ρούχα μοιράζεις
(1921)