Αναζήτηση
Αποτελέσματα 161-170 από 769
Μάθια λαίμαργα, ψυχή χαϊμένη
(1920)
Καλή 'μουνα κ' έκαμα τα και καλή κι' απόσχιαζα τα
(1920)
Αποσχιάζω = διορθώνω εντελώς, συμπληρώνω την κατασκευή, τελειώνω το έργο
Η 'μέρα που πάει καινενούς κακά, 'γανακτά να μουντίση
(1920)
Γανακτά = αγανακτεί, μετ' αγανακτήσεως (αργεί)