Αναζήτηση
Αποτελέσματα 541-550 από 780
Ο γέρως κι' αν αντρέβγεται κ' το ρίζωμα κοντέβγεται
(1920)
Αντέβγεται=κάμνει τον άνδρα, το παλληκάρι, παλληκαρεύεται, Ρίζωμα=ανήφορος, το εναντιόν: Χύτης, Κοντεβγέται=εξασθενώ, καταπίπτω, κουράζομαι
Όντεν είνε τού 'νιους τ' αυθιά κομμένα, τ' αλλού είναι καμμένα
(1920)
Καμμένα = έχουν καή
Ο δικός μπορεί να πη μα ν' ακούση δεμ μπορεί
(1920)
Δικός = ιδικός, συγγενής
Ούλ' οι σκύλλοι μια γενιά
(1920)
Απού φάει ταϋτέρου και γοργοπαντρευτεί, δεν το μεταγνώθει
(1920)
Ταϋτέρου=το πρωί, το ταχύ. Γοργοπαντρεύομαι=υπανδρεύομαι γρήγορα.