Αναζήτηση
Αποτελέσματα 161-170 από 1441
Αχ πουλί πουλάκι μου, ώστε να 'χε σε πάρω. Κι' απόις τάκα κουρκουνιές ώστε να σε ξεβγάλω
(1920)
Κουρκουνιές = Χτύπους, ξύλον (αικίαι)
Βάνει κ' η κοσκινού τον άντρα τση με τσοι πραμματευτάδες
(1920)
Κοσκινού = η μεταχειριζομένη το κόσκινον (είδος εργασίας), πραμματευτάδες = έμποροι, οι πραγματευόμενοι