Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 70
Μέγαν βούκαν φα και μέγαν λόγον μη λες
(1918)
ΠΜ 81: βουκού, Τραπεζούντα ΑΠ. 421: τρανόν
Το μανίκ μακρύν εν
(1918)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Φυσά και πορπατεί
(1918)
Ερμηνεία: Επί του κομψευομένου, ο οποίος πορευόμενος οιονεί φυσά διά να απομακρύνη τον κονιορτον από τα ενδύματά του
Οσήμερον κ' έκλεψα και πουρνά να φοούμαι
(1918)
ΠΜ 83: Φογούμαι
Κανείνος κερίν ους να εμέρωσεν κ' επίασεν
(1918)
Κανενός κερί ώσπου να ξημερώση δεν έμεινε αναμμένο
Ο λόγος φέρ το λόγον
(1918)
ΠΜ 82: το λ. ανοί, Τραπεζούντα ΑΠ. 281: ανοίει
Κρίμαν 'ς σο βούδιν τ' έσπαξα και 'ς σον γάμον τ' εποίκαμ', πήραμ' τη λιροπρόσωπον, την αγγουρομυτίαν
(1918)
ΚΜ 79: Τραπεζ. Α. Π. 167: 'ς χαράν τ' εποίκα. Κρίμα 'ς το βόϊδι πούσφαξα και 'ς το γάμο που κάναμε, πήραμε την ασκημομούρη, την αγγουρομύτου. Περί του επιθ. Λιροπρόσωπος πβ. Το πάρ' Ήσυχ. “λιρός = αναίσχυντος, αναιδής” και ...
Ο πεντικόν εκατούρεσεν 'ς σή θάλασσαν κ' εποίκεν μερτικόν
(1918)
Π.Μ. 75: Έκλασεν η κάτα. Κατούρησε ο ποντικός 'ς τη θάλασσα κ' εκανε μερτικό
Η 'κουλία με το κ' έ'χ κέρα πα'σκίντο πάντα εν κατσίκα;
(1918)
Πως δεν έχει η 'κουλία κέρατα μήπως πάντοτε είναι κατσίκα; 'Κουλία, αίξ άνευ κεράτων. Η λ. ομόρριζος του κολοβός, κολούω και του διαλεκτικού 'κουλίζω, αποκόπτω την κεφαλήν (κυρίως επί των ιχθύων), σημαίνει άρα αίγα οιονεί ...
Ασσόν κόσμον κες ενερä' στα και τον Κοσμάν
(1918)
Εξ αιτίας του κόσμου συχάθηκα και τον Κοσμά