Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1081-1090 από 1185
Μέσα σ' τούτου του τουμάνι, δεν ανεγνώνιτι φιρμάνι
(1918)
τουμάνι = καπνός, θόρυβος
Ετουμπάνιασε ή τον ετουμπάνιασαν
(1918-07-10)
= απέθανε ή τον εφόνευσαν
Βουΐζ' ένα τούμπανο [ή παίζ'...]
(1918)
Αλληγορικώς, επί αδεσπότου φήμης.
φιλώ σταυρό
(1918)
Τούβλο έγινε
(1918)
Ερμ. καταμεθύσθη
Το στατέρι έχει σιδερένιο πρόσωπο.
(1918)
δε ντρέπεται, είναι δίκαιο.
Σταύρωνε κι αρμένιζε
(1918)