Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-10 από 45
αχάλαγο σπίτι (ήταν αυτή η γυναίκα/.Τίποτα δεν καταλαβαίνει).
(1918)
Από ευτράπελον διήγησην.
Το μη είχον επικοινωνίαν με ξένους, μη δεχόμενον πολλούς ανθρώπους. Σιχνά λέγεται επί ανθρώπου ακοινώνητου.
Έπεσε το σπήτι και με πλάκωσε.
(1918)
Φερ. Μεταφ. επί απροσδοκήτω δυσαρέστω ακούσματι.
Αχ, σπίτι μου, σπιτάκι μου και πορδοκαλυβάκι μου
(1918)
Να πάω στο σπιτάκι μου και να φάω τσουκνίδες ανάλατες.
Από παραμύθι Καλαβρυτινό.
Να χαλάσς σπίτι εύκουλα να φκείασς δύσκουλα.
(1918)
Το κακόν εύκολον, το δε καλόν δύσκολον.