Αναζήτηση
Αποτελέσματα 571-580 από 721
Δε πατεί στ γης
(1941)
Επί χαιρόντων εις άκρον και υπερηφανευομένων, δια τας επιτυχίας των
Προσκύνα το διάβολο, ως να περάης το γιοφύρ'
(1941)
Ερμηνεία: Προσποιήσου οτι συμφωνείς με την αντίθετον γνώμην έως ότου παρέλθη ο κίνδυνος
Πήρε τ' ανάπλεα
(1941)
Εξήλθεν εις αναζήτησιν καλυτέρας τύχης, ή εξηφανίσθη
Αρ'βωνιάσ'κε, νοιάσ'κε! Παdρεύ'κε, χέσ'κε!
(1941)
Ερμηνεία: Επί νέας λειστοφυούς και μη δυναμένης να φέρη τα βάρη του εγγάμου βίου. Ακόμη δε επί αδεξίου και αμελούς οικοδεσπίνης, μη δυναμένης να διοικήση ευπρεπώς τα του οίκου της
Γένικ' ακόμα ένα χρονού, έμαθα ένα καινούργιο
(1941)
Λέγεται όταν ακούσωμεν νέον τι, το οποίον έως τώρα δεν ηξεύραμεν
Ποιός σ΄ έβγανε το μάτ' σ'; Ο αδερφόζ ιμ. Γι' αυτό είναι τόσο βαθειά βγαλμένο
(1941)
Αι μεταξύ οικείων φιλονεικίαι προξενούσι βαρεία ζημίας
Αγοραστό και μυριστό
(1941)
Όταν αγοράζομεν φαγητόν, αντί να το κατασκευάσωμεν κατ΄οίκον, σεν ημπορούμεν να εμπλησθώμεν υπ΄αυτού, αλλά γευόμεθα μόνον ολίγον τι όπως αι έγκυοι γυναίκες, “για μυρωσιά”, παρακαλούνται να φάγουν μίαν βούκαν από το φαγητό ...
Θάυ τόνε κάμ' να κατ'ρή γαίμα
(1941)
Θα τόνε βασανίση έως ότου καταστή ανάπηρος
Γελάει με τ κόσμου τς ορές, και τς δε τνε γλέπ'
(1941)
Επί περιγελώντων τους άλλους δια σφάλμα χειρότερον του οποίου κάμνουν οι ίδιοι. Εις ταύτην υπόκειται ο εξής μύθος: Μια βολά η κατσίκα είδε το πρόβατο π σήκωσε τν ορά τ για να κατρήσ και γείπ “Τφού δε dρέπεσαι π σήκωσεες ...
Κόψε ξύλο κάμ' Αdών' κι από πλάτανο Μανώλ' κι αν ρωτήϊς και για το Γάν' ό,τι ξύλο κόψης κάν' και αν πής και για Νικόλα, κάμνουνε τα ξύλα όλα
(1941)
Προς χλευασμόν βαπτιστικού ονόματος