Αναζήτηση
Αποτελέσματα 21-30 από 63
Έχει σκορπιό η σακκούλα του τάδε
(1891)
Δηλαδή ο τάδε λυπάται να ξοδέψη
Παιδί σαν λουντρούκι (ή λουντρούμι)
(1891)
Ερμηνεία: Παχύ παιδί
Διώχνω ένανε με της πομπής τα δισάκκια
(1891)
Ερμηνεία: Διώχνω έναν ονειδίζοντάς τον πως έχει αυτό και εκείνο το ελάττωμα, διώχνω έναν με βρισιές
Αλλού βροντούν οι κανονιές κι αλλού χτυπούν τα βόλια
(1890)
Ερμηνεία : Άλλος έκαμε μια δουλειά κακή και άλλον κάνουν και τον μαλλώνουν ή τον παιδεύουν. Για άλλον επίστευαν πως έκαμε μια δουλειά (καλή ή κακή) και άλλος την έκαμε
Στο τάδε σπίτι δεν κράζουν οι κούροι, μόνο κράζουν κότες
(1891)
Κούροι = πετεινοί
Τον είταιρο συμπέθερο, τον κάλλιο σου κουμπάρο
(1891)
Είταιρος (επίθετο) = ίσος, όμοιος
Λείπει η κερά απ' τή σάλλα
(1890)
Δηλαδή λείπουν τά γρόσα (χρήματα)
Για το πάπλωμα ν' η μάχη
(1890)
Μάχη = καυγάς
Ακροκράτει τη ακριαμπόλα κι ακροσφύριζε του κι'όλα
(1891)
Το νόημα φαίνεται κάνουν λίγο αισχρόν. Ίσως θέλει να πή πως της αρέσει να είναι κανείς μέτριος εκ τας σαρκικάς επιθυμίας. Ακρομπολώ = αφήνω λίγο – Ακροσφυρίζω = σφυρίζω λίγο
Πετριές σαν στο βρύχαλο
(1891)
Πολλές πετριές