Αναζήτηση
Αποτελέσματα 2101-2200 από 10037
Ζωή και τήξη
(1889)
Ερμηνεία: Ζωή κακορρίζικη, ζωή με φτώχεια ή με πολυκαιρινή αρρώστια
Ξεσκωτίστηκα 'ς τα γέλια
(1893)
Ερμηνεία: Επί υπερβολικού γέλωτος
Μπαΐλισα 'ς τα γέλια
(1893)
Ερμηνεία: Επί υπερβολικού γέλωτος
Δουλεύει σαν τ' αλόγο
(1893)
Είδα πολλοί σπανοί και είχαν τρίχα και μαλλί, μια ου δεν έχεις ούτε τρίχα ούτε μαλλί
(1917)
Ερμηνεία: Δια τον μη έχοντα μέτρον εις τας πράξεις του και το πραξηλώνει
Σαν τον ατσουπάν
(1940)
Ιστορική
Φτου τζαι που καναπαρκής
(1940)
Κατά μύθον δια τους καλογήρους εγερθείσης διαφωνίας ως προς τον αριθμόν που επετεύχθη επί τεθέντος στοιχήματος ο καλήγηρος πεποιθώς δια την νίκην απέσβεσε τον σημειωθέντα αριθμόν ειπών ως ανωτέρω. Λέγεται όταν είναι ανάγκη ...
Αρκή του παραμυθκιού καλησπέρα σας
(1940)
Συνήθης αποστροφή μικρόν πριν διηγηθώμεν παραμύθιν, ή κατά την διήγησιν περιπετείας, επί το ευθυμότερον
Αγ κακοπλύνεις μεμ πλήξεις, ούτ' αγ κακαζυμώσης αμ πάρης άντραν άσσημον, τότε να μαραζώσης
(1940)
Ο δύστροπος και με ελεεινάς συνήθειας σύζηγος καθισ΄τα αβίωτον την ζωήν της γυναικός του
Μήτε αστάριν του σάκκου μου
(1940)
Το “αστάριν”, φόδρα ενδύματος, δεν προσθέτει καμμιάν εις τούτο αξίαν. Λέγεται προς ένδειξιν εσχάτης περιφρόνησεως
Εβγήκα ασπροπρόσωπος
(1940)
Λέγεται δι' όσους από δύσκολον θέσιν κατώρθωσαν να εξέλθωσιν χωρίς να ζημιωθώσι ουδ' επ' ελάχιστον χρηματικώς ή ηθικώς
Τα άσπρα κατεβάζουν τα άστρα
(1940)
Ερμηνεία: Το χρήμα είναι παντοδύναμο
Για παπάς παπάς, για ζευγάς ζευγάς
(1889)
Ερμηνεία: Ου δύναται τις δυστ΄κυρίους δουλεύειν
Άσπρου χαρτί, μαύρα γράμματα
(1911)
Μη στράφ'ς και μη βροντάς
(1939)
Ανάλογο με το:Μη στάξει και μη βρέξει. Για καλή περιποίηση και προφύλαξη γενικά κανενός πολυχαϊδεμένου – κυρίως παιδιού
Αρτσιβούρτσι τόλεγαν και ξερόψωμα έτρωγαν
(1909)
Πτωχαλαζονία
Αρχοντικά πορεύομαι και σκύλινα πορεύω
(1909)
Περί πτωχαλαζόνος
Όθε λαλούν οι κουκουβάγιες ποτέ δεν ξημερώνει
(1917)
Ότι ο λόγος των γυναικών δεν έχει αξία
Μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδαε
(1889)
Ερμηνεία: Επί των νυμφευομένων εν της ξένης οικίας
Θα κόφς το κιφάλιν αθες και το κιφάλιν αθε
(1895)
Ερμηνεία: Ταύτην την φράσιν λέγοντες εννοούμεν του ανδρικού αιδίου την κεφαλίν, δηλαδή δεν δύνασαι τίποτε να κάμης
Αλί π' τε δέρν' εκατό, τσαι δεν τε δέρν' ο νους του
(1908)
Σκυρία
Κόφτ' αλάφια
(1893)
Ερμηνεία: Είναι τερατολόγος και φλύαρος
Αν είσαι καβαλλάρης, πού νε τα σπιρούνια σου;
Επί των λόγω μόνον καυχωμένων
Όdες δειπνούν οι γιάρχοdες, οι γύφτοι μαγερέβ'νε
(1943)
Ότι δεν μπορεί κανένας, άμα δεν έχει τ' απαιτούμενα, να φανή εγκαίρως συνεπής στας υποχρεώσεις του
Εμπρός πατρός υιος δε βλογεί
(1873)
Η πρωτινή σκλάβα κι ύστερνη κερά
(1939)
Το λεν για το δεύτερο γάμο
Φέρνει τον κατακλυσμό
(1949)
Μη ζητάς τώρα κατουρημένες κι ακατούρηγες αγγουρόφλουδες
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Κοντός γάδαρος πάντα πωλάρι
(1917)
Ερμηνεία: Δηλαδή ο μικρός το ανάστημα φαίνεται πάντοτε και μικρός την ηλικίαν
Άσπορος να μέμ μείνης, τς άθερος έμ μεινίσκεις
(1940)
Όταν σπείρης θα έχης πάντοτε μικράν ή μεγάλην απόδοσιν, ενώ αν μείνης άσπορος ουδεμίαν εσοδείαν θά έχης
Άσκημος κι άσκημ' τι α φάμ' πόψα;
Για τα κορίτσια που δεν πρέπει να κοιτούν στην ομορφιά του άντρα που θα παρουν, μα την ικανότητα. Η παροιμία λέγει τι όγια μπορεί να πη η ωύφη στον άσκημο της άντρα στο τραπέζι έχοντας πολλά να φάει και τι στον ωραίο που ...
Αρχοντιές και λίμπες άδειες
(1953)
Λίμπα, η=ένα πήλινο βαθύ μεγάλο πιάτο
Αίξ' ούπω τέτοκεν, έριφος δ' επί δώματα παίζει
Βλέπε αυτ. ομοίας: Σερβικήν, Γερμανικήν, Ισπανικήν, Λατινικήν, Ιταλικήν, Σανσκριτικήν
Η δίπανδρος ας σηγ σέραν κάκαλα εγύρευεν
Η δίγαμος την χήραν ανδρικόν αιδοίον ήτη. Ερμ. Επί των αιτούντων παραστερουμένων ών των ευπορούσι
Έκαμα μιαν τρύπα εις το νερό
(1874)
Κοντό γαϊδούρι πάντα πουλάρι
(1888)
Ερμηνεία: Ο μικρός το ανάστημα πάντοτε νέος φαίνεται
Γιάννινα χωριό, Λάρ(ι)σσα κουτσοχώρι, Κόν – τσα κασαπάς
(1876)
Ερμηνεία: Λέγουσιν οι Κονιτσιώται κομπάζοντες ότι εισί κάτοικοι πόλεως
Ό,τ' έπεσαν από τα δάκτυλά των
(1882)
Ερμηνεία: Παραμικρά πράγματα, από την κληρονομίαν του πατρός του τω έδωκαν ότ' έπεσαν από τα δάκτυλά των
Του πεθαμένου το πουγγί πάντ' αναποδα γυρναει
(1922)
Ερμηνεία: Επί φθοράς των περιουσιών των αποθνησκόντων
Άσκημο στην κούνια κι όμορφο στη ρούγα
(1952)
Το παιδί που γεννιέται άσχημο, θα γίνη όμορφο μεγαλώνοντας
Όθεν επήγαν τα πολλά, ας παν και τα ολίγα
(1931)
Όπου πήγαν κλπ
Άσπρα στο πουγγί, ψάρια στο βουνί
(1952)
Ερμηνεία: Όταν δίνει κανείς λεφτά, έχει, όπου και να βρίσκεται, ό,τι θέλει
Σα δε κλέψ'νε τα χέρια τ', θα κλέψ'νε τα ποδάρια τ'
(1956)
Για ένα που θα βρη τρόπο να κλέψη και αδικήση
Άπιαστος κλέφτης, καθάριος νοικοκύρης
(1929)
Περί κακουργήματος τηλεσθέντος δι υποκρισίας και τέχνης αποκρυπτομένου του ενόχου
Το καλουκαιτινό το μποκλούκ', το χειμουνιάτκου το κατίκ
Κατίκ = θροφή
Αι σον Άδην κάκαλα γυρεύει
(1874)
Από του Άδου πόσθην αιτεί. Ερμ. Επί των αδυνάτους αιτήσεις ποιουμένων
Αντ είσεν κι ο φτειριαρίτους
(1874)
Δηλαδή τουτί και ο φθειριών τ.έ. ο πτωχός είχεν. Ερμηνεία: Παροιμίαν ην λέγει πένητας περί πράγματος αυτού, μάλιστα δ' όταν χρήται τις αυτώ κακώς
Έμαθ' ο γάιδαρος γυμνός και ντρέπεται σαμαρωμένος
(1937)
Το λεν όταν αναζητά κάποιος προηγούμενη ζωή του αας ήτονς και χειρότερη
Εδώ σε θέλω κάβουρα να μου σαλτάς τα κάρβουνα
(1954)
Για κείνους που καυχώνται
Η πάστρα είναι μισή αρχοντιά
(1952)
Αναβάστα , γριά, το γέρο να τον έχωμε το θέρο
(1907)
Αχαριστία
Γίνεται θέατρο
(1918)
Ερμηνεία: Εκτίθεται εις τα όμματα του κόσμου γελοιοποιούμενος
Όσο τριτσινάει ο Γιάννης τόσο γράφει ο Μπάρπα - Γιάννης
(1909)
Ερμηνεία: Ο πεθερός αυξάνει την προίκα υποχωρών
Του φίδ' αν δεν του πατήχς την ουρά τ', δεν δε πειράζ'
Μην ενοχλής τον κακό, να μη σε πειράξη
Πότε πίττα και φαρδί, πότε πίττα μοναχή
Εν ευτυχία ζη τις πλουσιώτερα εν δυστυχία πτωχικώτερα
Βγαίνει σαν τους σαλιάγκους 'πό το καυκί τ'
Για ένα που σπάνια φαίνεται
Πάσχα δω, Πάσχα κει, Πάσχα και στα Λέλοβα
(1876)
Ερμηνεία: Έλεγέ τις ανόητος, νομίζων ότι το Πάσχα εορτάζεται, έπειτα απορών λέγει, και εις τας Λέλοβα
Όποιος ολιγωρεί ν' αρχοντύνη συγερά την εφτωσίαν
(1874)
Ο σπεύδων πλουτείν συγγκράσκει τη πενία (ή πτωχεία)
Ας σον ουρανόν ντ' εγύρευα s σηγ γην ευρέθην
(1874)
Ότι τον ουρανόν (ή θεόν) κ'τούμην, τούτο επί γης εύρον. Ερμ. Επί ευτυχίας ευκτής μεν αλλ' απροσδόκιτή του