Αναζήτηση
Αποτελέσματα 134701-134800 από 134917
Εγνωριστή 'σαι αάπη μου απού το τυροξύστη
(1934)
Επί των ευκόλως προδιδόντων την κακήν διαγωγήν των από τινος μικρού μεν φαινομενικώς αλλ' ενδεικτικού ελαττώματος. Λέγ.ότι η παροιμ. Εγεννήθη εκ τινος περιστατικού γυναικός τινος, ήτις προσκαλούσα τινά να φάγη από τα ...
Χαρά στο που ΄χει στόλ Λίανο χωράφι ή στο Τσεραμί-ν αμπέλι
(1934)
Μεταφορικά η παροιμία λέγεται επί των διαθετόντων υλικά μέσα προς επικράτησιν. Πρβλ. Το γνωστόν : έχει μπάρμπα στην Κορώνη
Τα 'σικά σου 'ναι σύκα σουπίζονται και τα 'σικά μ' καρύδια τρακαλίζουν
(1903)
Επί των ψεγόντων τας πράξεις των άλλων, παρορώντων δε τας ιδίας
Έβγα όξω και πομπέψου, έμπα μέσα και πορέψου
(1955)
Ταύτην μεταχειρίζονται για να δηλώσουν ότι ο καθένας δεν πρέπει να παρακαλή τινα να του δανείση ένα πράγμα και ο οποίος είναι όλο δυστροπίες ως επί παραδείγματι (πρόσεχε θα σου δώσω μη μου το χαλάσης όμως, ξέρεις πόσο μου ...
Κάηκα, μάννα μ, κάηκα! Μ' κάηκες για, παιδί μ, άντρας σ πέθανε και δε θα καής; Όχ' και συ, 'π' τουν άνδρα μ', π' του πιττί πό 'χουν στουν γκόρφου μ
(1939)
Λέγουν ότι μιά φορά μιας γυναίκας πέθανε ο άντρας και θαμάζονταν πως να κάνη, να κλάψη τον άντρα της. Έλεγε δεν μπορώ να κλάψω; Και τι θα κάνω για να τον κλάψω; Ντρέπομαι και απ' τον κόσμο που έρχεται και βλέπει. Σηκώνεται ...
Πό θάνατο κι από βροχή ποτέ να μην παντέχεις
(1939)
Γιατί δεν ξέρεις πότε θα ενσκύψουν. Παντέχω = αναμένω, ελπίζω να. Από κει που δεν το παντέχει θα το βρεί. Δε σε πάντεχα από τώρα για (σελ. 160, 61), Η παντοχή η απαντοχή = αναμονή, η ελπίδα οτι , η ελπίδα. Συ 'σαι η παντοχή ...
Επίσκοπε του Δαμαλά χωρίς νου, χωρίς μυαλά. Τα μικρά δεν ήθελες ; τα μεγάλα γύρευες ; τράβα γέρο διάβολε κιούνε και τον παίδαρο
(1959)
Για κείνους που γυρεύοντας τα μεγάλα έχαναν και τα μικρά
Άσπρο αbά κι' μαύιρ' κάπα
(1936)
Μαυίρ=μαύρη
Τα δικά σου είναι συκάκια και ζουλιώνται και τα δικά μου είναι καρύδια και δεν βροντούν δια να ακουστούν
(1924)
Ειρωνικό παράπονο κατ' εκείνων οι οποίοι κατακρίνουν τους άλλους, ενώ αυτοί είναι χειρότεροι
Λύσε με από τούτο το παλουκάκι και δέσε με στ' άλλο!
(1953)
Ήτο θανατοποινίτης και επρόκειτο να εκτελεσθή, αλλ' εν τω μεταξύ, όσο να τον δέσουν στο άλλο, του ήλθε χάρις. Ήτοι σε μια απελπιστική περίσταση και το ελάχιστον χρονικό διάστημα, χρήσιμο και ωφέλιμο είναι κάποτε
Δώσε μ' έν' αυγό, 'ςτόν άλλο κόσμο να σε δώσω μια κλωσσαριά με τα πουλούδια
(1903)
Επί των ολιγαρκών
Του φιδιού η γλώσσα να σε φάγη, τ' ανθρωπού να μη σε φάγη
(1956)
Όταν ο άνθρωπος θέλη έναν να καταστρέψη, με την κακιά του γλώσσα θα το καταφέρη
Όποιος από μάγερας γίνεται ηγούμενος, ξέρει ο ηγούμενος τα το κάμν' ο μάγερας
(1956)
Όταν ένας από τις κάτω θέσεις ανεβαίνη προς τις ανώτερες, ξέρει πως εργάζονται οι κατώτεροι και θα τους διευθύνει καλλίτερα
Με τον ήλιο τα βγάζω, με το ήλιο τα βάζω, τ' έχνε τα έρμα και ψοψούν
(1956)
Για ένα που απορεί πως δε πηγαίνε καλά οι δουλειές του
Στη μπάντα, μη σε πατήση το βούϊ μας. - Ντά που 'ν' το; - Στη Στεία πάει, να το φέρει ο αφεντάκης μου
(1949)
Επί ατόμων τα οποία επαίρονται, πρίν ακόμη ιδούν το αποτέλεμα
Τα δικά σου είναι συκάκια και ζουλιώνται και τα δικά μου είναι καρύδια και βροντάνε
(1924)
Ειρωνικό παράπονο κατ' εκείνων οι οποίοι κατακρίνουν τους άλλους, ενώ αυτοί είναι χειρότεροι
Που τ' αγαπούν τογ καλόμ μου, τζ' αι που τα τον είχα έννοιαν, πέντε γρόντους τον εφίλουν τζ' εν τον ει αν είσ' εγ γένεια
(1948)
Π' αγαπούσα τον καλό μου, κι από τα του είχα έγνοια, πέντε χρόνια τον φιλούσα και δεν είδ' αν είχε γένεια
Ζώχο ζώχο έτρωγα, τα φίδια δεν φοβάμαι!
(1953)
Όλα τα χόρτα, ως γνωστόν, προπάντων τα άγρια χόρτα, είναι αντιτοξικά, με άλλα λόγια εξουδετερώνουν τα διάφορα δηλητήρια, τα οποία βλάπτουν τον οργανισμόν, είτε των ανθρώπων είτε των ζώων. Ο βασιλεύς όμως των αντιτοξικώνμ ...
Υ Θεός ΄ταν 'πη ένα άνθρωπο να τον κάνη πλούσιο, δε ΄ρωτά τίνος υιός είναι
(1903)
Ότι ο Θεός αδιακρίτως παρέχει τα ελέη του
Απού 'τυχε ας μην ετύχαινε, τσ' απού 'λαχε, αε ήθελε μη λάχη, σε αντρούνου χωρισιά τσαί σ' ερημιά πραμάτου
(1934)
Ο χωρισμός ανδρόγυνου και η εγκατάλειψις και ερήμωσις πατρικού κτήματος είναι λυπηρόν και φευκτέον θέαμα
Γιατί σκάζ' ο διάβολος; Γιατί κλάν' ο πεθαμμένος
(1903)
Ότι πολλάκις ο ελεών μυκτηρίζεται .. = αμ ηλέηται και τέθνηκεν η χάρις
Το γαίμα με γαίμα δεν πλύνεται, με νερό πλύνται
(1903)
Εν τω αγαθώ νικάται το κακόν
Άλλος με τα σταφύλια τ' κί άλλος με το τυρί τ'
(1903)
Επί των ολιγαρκών
Βρώμα οβριός κι αν τα 'χει, βρωμά κι αν δεν τα 'χει
(1871)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Όποιος δεν θέλει να φιλέψ' τον φίλο του, όλη 'μέρα κοσκινίζει
(1903)
Επί των δυστροπούντων εις την εκτέλεσιν υποσέσεως
Δώσε με τα χέρια σου, να γυρεύης με τα πόδια σου
(1956)
Για τους κακοπληρωτάς, τους δανείζεις για να κάνουν τη δουλειά τους κ' ύστερα δε φροντίζουν να σου τα επιστρέψουν, και πηγαινοέρχεσαι να τα ζητάς
Ο ιερωμένος είναι σαν το κάρβουνο. Αν το πιάσης σβηστό μαυρίζεσαι, κι' αν το πιάσης αναφτό καίγεσαι
(1956)
Απόφευγε να κριτικάρης τους κληρικούς
Ηύρε η νύφ' του γυνί πίσω σ' bόρτα
(1937)
Η παροιμία αυτή που συνηθίζονταν πολύ στο Αυδήμι, προέρχεται από την εποχή που υπήρχε γεωργία στο χωριό. Γιατί τα τελευταία χρόνια, που έλειπε ολότελα η γεωργία και συνεπώς και τα γεωργικά εργαλεία, ήταν αδύνατο να εξηγηθή ...
Πριν εϋρεύκαμ που γενιάν, τωρά γυρεύκουμ πόσ'ει, μα πόσ'ει νουν τζ'αι στόχσην πάλε γενιάγ γυρεύκει
(1948)
Ερμηνεία: Πρέπει να προτιμά κανείς τις καλές οικογένειες παρά το χρήμα, οσάκις πρόκειται για συνοικέσιο
Βούννου, βούννου δουλαππάτζιμ μου να κάμω το νημάτζιμ μου να πα να κατουρήσω βρε λοή
(1940)
Νημάτζιμ μου = παμπάτζιμ μου. Η παροιμία, κατά την παράδοσιν οφείλεται εις το εξής; Κάποτε ένα κορίτσι που έκαμνε την νύχτα “ δουλάππιν “ διέκρινε κάτω από τον σοφά τα ποδάρια ενός κλέπτου. Αντί να φωνάξη ήρχισε να τραγουδά ...
Μι τουν ήλιου τα μπάζου, μι τουν ήλιου τα βγάζου, τι έχουν τα έρμα κι ψουφούν;
(1911)
Η παροιμία λέγεται επί των παρακαίρως ενεργούντων τας εποχειρήσεις των και απορούντων τινός ένεκα ζημιούνται.
Η γεναία έβαλεν τόδ δειάολον μέσ΄ το κουζίν
(1940)
Η πονηρά γεναίκα ξεγελά και τον διάβολον. Λέγεται επί γυναικών παμπνήρων. Κάποτε ο διάβολος εσκανδάλεψε τα παιδιά γυναικός η οποία δια να απαλλαγή τον επείσμοσε λέγουσα ότι δεν δύναται να χωρέση όλος και να κρυφθή εις ένα ...
Ο Μηνάς εμ που μηνά – τους γουννάτους σαιρετά τους τους τσουππάτους προσκυνά τους – τζαι τους ασπροζιμπουνάτους – σούζει τους τζαι πελεκά τους
(1940)
Η μνήμη του αγίου Μηνά, ότε και μεγάλη πανήγυρις παρά την Βάβλα (Λάρνακος), εορτάζεται την 11 Νοεμβρίου , ότε το ψύχος είναι αισθητόν αναλόγως προς την ενδυμασίαν, βαμβακερόν ζεμπούνιν οι πτωχοί, ένδυμα από τσόχαν οι εύποροι ...
Με τον ήλιο τα βγάζω, με το ήλιο τα βάζω, δρόμο δρόμο τα πηγαίνω, σε ξερό λάκκο τα ποτίζω, σε ξερή αγκορνιτσιά τα σταλίζω, τί έχουν τα έρμα και ψοφάνε;
(1949)
Η παροιμία είναι κοινοτάτη. Περί σημασίας δ' αυτής βλ. Λαογρ. Δ' 319 και 745. Άξια προσοχής είναι η επέκτασις αυτής προς επίτασιν της σκωπτικής έννοιας. ΣΤ. Δ. Βάζω = ή τα βοριάζω, Γκόρτσια = η αχλασιά
Τρίτη γεννιέτ' ο όμορφος, Τετράδ' ο αντρειωμένος, Πέφτη ο καλορίζικος, Παρασκευή ο ξένος, Σάββατο ο πραματευτής και Κυριακή ο μπιζάρος
(1952)
Πρόληψη για το χαρακτήρα αυτών που γεννήθηκαν. Ξένος=αυτός που θα ξενητευτή, Πραματευτής=έμπορος γενικά, και κοσμικός τύπος, Μπιζάρος (ιταλ.)=παράξενος, ξεχωριστός
Βάρdα τζ' εν να περάσ' ο βούς - Τζαί πού ένι; - Να το σσίνι που πάω να τογ γοράσω
(1940)
Δια τους πιστεύοντας ως πραγματικότητα απλάς των ευχάς. Η παροιμία οφείλεται εις παραμύθιν καθ΄ο ένας τρελλός, που ήθελε να αγοράση βούν, παρεμέριζε τους διαβάτας δια να περάση το βώδι του που έμελλε να αγοράση
Όπ' έχει γυιο μοναχογιό το Μάϊ να μη σύρη τον Άγουστο να μην πλυθή α θέλει να τση ζήση
(1959)
Λέγεται, όταν κατά τους μήνες Μάϊ και Άγουστο δεν επιτρέπεται το σύρσιμο του παννιού, διότι το 'χουν σε κακό
Ο άναργος κι ο γλήγορος αντάμα γιοματούνε
(1926)
Άναργος ενταύθα έχει την σημασίαν του βραδύς, “γλήγορος” δε του ταχύς. Παρεμφερής η παροιμία προς την των αρχαίων: “Σπεύδε βραδέως” με σχέσιν αιτίου και αποτελέσματος. Δηλαδή και ο ταχύς και ο βραδύς θα φτάσουν συγχρόνως ...
Σ' εγύρευα με το κερί και σ' ηύρα με τον ήλιο
(1926)
Επί των ανελπίστως συναντώντων τινά, προ πολλού επιμόνως αναζητούμενον, ή επί των επιτυγχανόντων εφετόν τι απροόπτως και ακόπως
Τα μεταξωτά βρακιά θένε 'πιδέξα σκέλια
(1957)
Ο τύπος είναι “το ασκέλι” ή “ασκέλα”, φρ. “άνοιξε τσ' ασκέλες του”. Κυρίως το λέγανε για την αρμονία που πρέπει να υπάρχη ανάμεσα στην εξωτερική εμφάνιση κάποιου και στην κοινωνική του θέση, την καταγωγή του και την ανατροφή ...
Απ' τα ψηλά στα χαμηλά κι απ' τα πολλά στα λίγα κι απ' τα ψηλά αλόγατα στσοι χαμηλοί γαδάροι
(1957)
Και προσθέτανε κι από δήμαρχος κλητήρας
Ομπρός είμαι γέροντας, οπίσω νεούτσικος, βρέφος σάν τό πουλί τής Αθηνάς – σοβαρό γέρικο ομπρός οπίσω ωρά μικρή, ασκόπουλο
(1889)
Τά έλεγεν εις Αθήνας όταν ήλθεν από τό Ναύπλιον καί ελογάριαζε παίζοντας τούς μήνας του, ως νά είχε γεννηθή όταν εξεφυλακίσθη από τό Παλαμήδι
Ο Μηνάς εμ που μηνά – τους γουννάτους σαιρετά τους τους τσουππάτους προσκυνά τους – τζαι τους ασπροζιμπουνάτους – σούζει τους τζαί πελεκά τους
(1940)
Η μνήμη του αγίου Μηνά, ότε και μεγάλη πανήγυρις παρά την Βάβλα (Λάρνακος), εορτάζεται την 11 Νοεμβρίου , ότε το ψύχος είναι αισθητόν αναλόγως προς την ενδυμασίαν, βαμβακερόν ζεμπούνιν οι πτωχοί, ένδυμα από τσόχαν οι εύποροι ...
Ο άντρας μου ένι σαντάλιν τζαί μαντάλιν
(1940)
Η διαγωγή του ανδρός επηρεάζει και την της γυναικός. Παλαιότερον η θύρα εκρατείτο κλειστή εκ των άνω με το μαντάλιν, ξύλον με εντομήν εις το άκρον, και ήνοιγεν όταν ανυψούτο το μαντάλι με κάθετον σύρτην, ή με τον δάκτυλον ...
Ο άντρας ένι σαντάλιν τζαί μαντάλιν
(1940)
Η διαγωγή του ανδρός επηρεάζει και την της γυναικός. Παλαιότερον η θύρα εκρατείτο κλειστή εκ των άνω με το μαντάλιν, ξύλον με εντομήν εις το άκρον, και ήνοιγεν όταν ανυψούτο το μαντάλι με κάθετον σύρτην, ή με τον δάκτυλον ...
Μάνα, είνεν όλων το μικρόν, γιατ' εσεν κ' έψεσες; Αχ ρίζα μ'(φως μου), είπεν η μάνα, φαρμάκ' να τρώγει η μάνα σ', απ' εμσόν (μισό) να δίτε με κανείται με (ικανοί με = φθάνει με)
Ένας μάνα είchεν εφτά παιδιά. Έναν ημέρον έφασεν και εδώκεν ατά από έναν αβγόν
Τερ' το παιδί – σ' και ποίσον μικρόν βούκαν, τέρ' τον άντρα – σ' και ποίσον τρανόν βούκαν
(1939)
Κύταξε το παιδί σου και κάνε μικρή μπουκιά, κύταξε τον άντρα σου και κάνε μεγάλη μπουκιά
Ατός πα πού θα ελέπε άτο; Αρ αν κάθεται κανείςκούτσουρα
(1881)
Ερμηνεία: Επί νέου μη έχοντος τα μέσα να νυμφευθή και περί ου λέγεται ότι θα λάβη γυναίκα. Προήλθε δε και η παροιμία εκ του εξής γεγονότος. Δυο γυναίκες επορεύοντο εις το χωρίον συνοδευόμεναι υπό νέου ηλιθίου. Καθοδόν η ...
Χωριό με δώδεκα σπίτια και με δέκα τρείς γερόντους
(1926)
Λέγεται περί των διενέξεων και διχογνωμοσύνης επί κοιντικών υποθέσεων εκάστου υποστηρίζοντος ιδίαν γνώμην εκ πείσματος. Πρόκειται περί του πατρογονικού ελαττώματος του κομματισμού και της εν πάσιν αρχομανίας του έλληνος, ...
Το κομμάτι άφησέ το γιά την άλλη 'μέρα, τή δουλειά μή την αφήνης
(1931)
Συμβουλή όπως επιφυλάσση τις μέρος τροφίμων διά την επιούσαν μή εξαντλών άπαντα εντός της αυτής ημέρας, αλλά μή αναβάλλη τάς υποθέσεις και τάς εργασίας του εις την επαύριον όταν ήνε δυνατόν να διεκπεραιωθώσιν αυθημερόν
Κάλλια ρίγανη κ' ειρήνια πέρι ζάχαρη καί γκρίνια
(1926)
Σοφωτάτη η συμβουλή, αλλά δυστυχώς δέν ευρίσκει ευρείαν εφαρμογήν εις τούς Ρωμηούς, οι οποίοι “δίνουν καί τήν κάπα τούς γιά καυγά!” Είπε καί ο σοφός Σολομών: Κρείσσων ζωμός μεθ' ηδονής εν ειρήνη ή οίκος πολλών αγαθών καί ...
Τη γουρουνιού τη μύτ' κι αν την κόψ' ς, πάλ' κείνο ά σκαλισ'
Όπως δε μπορείς ν' αλλάξεις τα φυσικά του γουρουνιού, όσο κι αν κοπιάσεις και αν του κόψεις ακόμα και τη μύτη, έτσι και τους χυδαίου ανθρώπου είναι αδύνατο ν' αλλάξεις τι συνήθειες με τη διδασκαλία. Μεταφορ.γουρούνι είαι ...
Ανέβη η πράσα στο βουνό κι έσειρε την ορά της. Καλώς την τη Σαρακοστή με τα λαχανικά της και με τσι πρασουλίδες της και με τα γιαλικά της
(1957)
Του Ζώνη το τραγούδι, του Ζώνη Μουρίκη, επέθανε το 1925
Το κέντισμα είνε γλέντισμα κ' η ρόκα το σεργιάνι, Η σαρμανίτσα κι ο αργαλειός είνε σκλαβιά μεγάλη
(1926)
Περιγράφει το τετράστιχον τούτο εις ποία έργα ενήδονται αι γυναίκες και ποία είνε εις αυτές απεχθή. Το κεντάν και το νήθειν θεωρούσιν ευάρεστα, ενώ το ανατρέφειν νήπιον εν τω λίκνω και το υφαίνειν αποτελεί οι αυτάς δουλείαν!
Κάθε σανίδι και το ρόζο του, κάθε άνθρωπος και το μαράκι του
(1931)
Έκαστος έχει τας θλίψεις του και τας στενοχωρίας του
Άνεμος στηγ κόκας σου
(1940)
Ρεύμα αέρος από ταχυτέραν κίνησιν τη γυναικός κάμνει να κυματίζη η κόκα, κάλημμα άλλοτε της κεφαλής, περί της οποίας αναφέρει σημείωμα του 1812. “La Koca, moda antichissima, era usata in Cipro. Abito stelli con la ciuppe, ...
Χέλπετ έναν ημέραν ο ήλιον κρούει σ' εμέτερα τα λαζούδα κιάν πα
(1939)
Θα δώσει, βέβαια, ο Θεός μια μέρα ο ήλιος να ιδεί και τα δικά μας τα καλαμπόκια, Θα φέξει, βέβαια, ο Θεός και για μας τους φτωχούς μια καλή μέρα. Θάρθει και μας η σειρά μας
Επήγα ΄ς σο σύντεκνο μ΄ να μη παίρ με καπίτζ κ' επήρε με διπλόν καπίτζ
(1929)
Πήγα ΄ς τον κουμπάρο μου για να μη μου πάρη αλεστικά και μου πήρε διπλά αλεστικά. Κρωμ. Τραπ. Ιδε 209.
Το Μέγα Σπήλαιο μπορεί να φτιάξη όλον το Μοριά, αν χαλάση, ολόκληρος όμως ο Μοριάς δε μπορεί να φτιάξη το Μέγα Σπήλαιο
(1954)
Τόσο πλούσιο Μοναστήρι είναι.
Του συνδέκνου μου ο σκύλος συνδεκνός μου 'ναι κι' εκείνος.
(1953)
Βλ. και αμορόζος
"Ας πάγω 'ς ση σύντεκνου μ' τη χαμαιλέτεν να παίρ με ολίγον καπίτζ."
(1929)
(Ας πάγω ΄ς του κουμπάρου μου το μύλο για να μου πάρη λίγα αλεστικά) Σαντ. Επί της μη πραγματοποιήσεως της παρά τινός προσδοκώμενης ωφέλειας ή της περισσοτέρας δαπάνης κατά τας προς φίλους ή συγγενείς συναλλαγάς.
-Καλημέρα σύντεκνε έρθα ς' εσέν να πάρις με ολίγον καπίτς. -Καλό 'ς το σύντεκνο με απ' εσένα θα πάρω πολλά καπίτς.
(1920-08-03)
Επί περιστάσεως καθ' ην μεταβαίνουν προς συγγενή ή φίλον, ίνα αγοράση τι ευθηνότερα λαμβάτων αυτό ακριβώτερα αυτού, 'η ως ήθελε το αγοράσει παρά ξένου.
Σύντεχνε τσ' αν εμιλούμε, συχνούριζε τηπ πίττα.
(1935)
Κάποιος σύντεκνος (κουμπάρος) επεσκέφθη άλλον σύντεκνον μυλωνά όστις έψηνε επί πλακός πίττες δια τες οποίες και περισσότερον από την κουβέντα του ενδιαφέρετο. Λέγεται επί των ανθρώπων που ζητούν κάτι επιμόνως και το ...
Το σπίτι μας εν' στενούκκο, άμα η τσοιλία μας ενι μεγάλο.
(1951)
Το σπίτι μας είναι στενόχωρο, μα η κοιλιά μας είναι μεγάλη.
Τόλογαν οι φτωχές νοικοκυρές στους μουσαφιραίους τους, για δείξουν πως είναι φιλόξενες. Η τσοιλία εδώ έχει την έννοια της καρδιάς.
Δείξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την αθρωπιά σου.
(1920)
Η παροιμία αυτή ήτο εν χρήσει παρά τους αρχαίους ως φαίνεται εκ της ομηρικής φράσεως:
"Όστις δ' ομιλόν ήδεται κακοίς κνήρ τοιύτος έστιν ώσπερ ήδεται ξυνών"
Εκφέρεται δε η ανωτέρω παροιμία και κατ' άλλον τύπον: "Όμοιος ...
Δήξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την αθρωπιά σου.
(1920)
Ήτο εν χρήσει κα παρά τοις αρχαίοις όστις δ' ομιλών ήδιται κακοίς ανεία τοιούτος έστιν οίσπερ ήδεται, ξυνών. Εκφέρεται δε κια αλλιώς η παροιμία "όμοιος τον όμοιον αγαπά" πρβλ. αρχ. "όμοιος ομοίω αεί πελάζει και τέτιξ τέττιγι ...
"Δείξε μου την συντροφιάν σου να σου πω την αδρωπιάν σου." "Δείξε μου τη συντροφιά σου να σου πω την ανθρωπιά σου."
(1954)
Διά την σημασίαν που έχει η συναναστροφή επί τον χαρακτήρα του ανθρώπου.
Το σπίτιν του γονηού μου εν να μείνη τ' αγγονιού μου.
(1940)
Σηνήθως ο χωρικός προικίζει τον υιόν του ανεγείρων κατοικίαν. Ο μικρότερος υιός λαμβάνει την πατρικής οικίαν. Ούτω το σπίτι του γονιού γίνεται του αγγονιού. Αλλά και ο χαρακτήρ και αι νόσοι είναι κληρονομικαί.
Χωράφι όσο θωρείς και σπίτι όσο χωρείς. Σπίτι μου, σπιτάκι μου, πόρδο καλυβάκι μου Αν δεν αρέζ' κανείς το σπίτι τ', πέφτει και τον πλακώνει.
(1956)
Ο γεωργός να έχει μεγάλο χωράφι και μικρό σπίτι.
"Φίλος οίκος, φίλος άριστος". Ο ξενητεμένος στο σπίτι του με πόση λαχτάρα γύριζε! Ο πατέρας μου, με τι χαρά όταν επέστρεφε, έλεγε ένα από τα δύο, τριγυρισμένος από τα ...
όποιος έχει σύντροφο εχ' αφέντη Ο - έχει καραφέντη Ο. ε. σύντροφον, έχει κι αφέντη
(1918)
Διότι δεν έχει ιδίαν θέλησιν
Τημ πουτάναβ βάλ' την όσσω σου, μα τηγ κλέφτισαν τζαι της σπιούναμ μεν τηβ βάλης.
(1940)
Η πόρνη δεν θα φέρει τους φίλους της, η κλέφτρα όμως θα φέρη τα χέρια της και η σπιούνα την γλώσσαν της.
Το ρουσί σο ρουσίν bάνου ίνεται, το σπίτι σο σπίτιν bάνου τζο ίνεται.
(1951)
Το βουνό πάνω στο βουνό γίνεται, το σπίτι πάνω στο σπίτι δε γίνεται.
Δύο οικογένειες στο ίδιο σπίτι δε μποορούν να συγκατοικήσουν. Τόλεγαν πιο πολύ για τ' αδέρφια, όταν παντρεύονταν κι έπρεπε να χωρίσουν.
Το καινόργιο σπίτι, τον πρώτο χρόνο τ' οχτρού σου, το δεύτερο του δικού σου, και τον τρίτο του λόγου σου.
(1952)
Επειδή τα νέα σπίτια έχουν υγρασία κ' ελλείψεις, καλό είναι ν' αργή κανείς να κατοική ο ίδιος μέσα.
Έππεσαν χαν του συχχαριατήν 'ς του κανδήλιν
(1941)
Συχχαριάτης είδος εντόμου του οποίου η εν την οικίο παρουσία εθεωρείτο ως προμηνύουσα τον ερχομόν απουσιάζοντος οικείου εξ ου και το όνομα συχχαριαστής. Το έντομον τούτο προσπίπτει επί της φλόγος του κανδηλίου κια πνίγεται. ...
Σπίτι μου σπιτάκι μου σπιτικαλυβάκι μου, έκλασα κι απόκλασα και κανείς δε μ' άκουσε.
(1920)
Ο άνθρωπος πρέπει να ποτιμά την ιφίαν οικίαν, έστω και ευτελής και πενιχράν, αντί οιασδήποτε άλλης ξένης.
Σπίτμ μου σπιτάτζιμ μου, τζαι προτοφυλαχτάτζιμ μου.
(1940)
Μόνον εις το σπίτι μας νομίζομεν τον εαυτόν μας αναπαυμένον. Μιας γραίας ο υιός ευτυχήσας έφερε κοντά του την μητέρα. Η ρκά, καλά να φάη, καλά να πιή, δεν ήτο ευχαριστημένη κια παρεκάληει να επιστρέψη εις το σπιτάκιν της. ...
Οσπίτ' που κ' έχτσεν και καράν που κ' εποίκεν δεν 'κι ξέρ' ας σον κόσμον.
(1931)
Όποιος δεν έχτισε σπίτι και δεν έκανε γάμο δεν ξέρει τίποτε από τον κόσμο.
Η οικογένεια είναι το σχολείον της κοινωνικής πείρας.
Μόνο κείνοι bοθ κλειδώνει το σπίτι (ή η πόρτα) σου μέσα 'ναι, κι απέκειο μητ' αδέρφια μητ' αξαδέρφια μήτε τίποτα.
(1963)
Δηλ. πρέπει να υπολογίζη κανείς μόνο στη βοήθεια του στενού οικογενειακού περιβάλλοντός του. Λέγεται σαν παράπονο κατά προσώπου, που ανέμενε κανείς απ' αυτό βοήθεια και δεν την είχε.
Άμα σφίγγ' η μύγα του γουμάρ, του διαβαίν' του μλάρ
(1920)
Και ο ανίκανος βιαζόμενος δύναται να υπερβή τον εκ φύσεως ικανόν.
Έχτισες σπίτι; Τόμ πρώτοχ χρόνοβ βάρ' τον οχτρόσ σου να κάτση μέσα, τοδ δεύτεροβ βάρ τοφ φίλος σου τζαι τον τρίτον κάτσ' εσού.
(1940)
Ένεκα της υγρασίας των τοιχών είναι επιβλαβές εις την υγείαν.
Τη bρώμια σπορά την ευλόησεν ο θεός, την έψιμη την εκάλεσεν η χρονιά.
(1930)
θέλει να πη πως πρέπει να σπέρνουνε τα γεννήματα πρώιμα. Όταν σπαρθούν πρώιμα πάντα ευδοκιμούν, όταν σπαρθούνε όψιμα, αν είναι η χρονιά καλή, αν δεν είναι βαρυχειμωνιά, τότε μονάχα μπορεί να ευδοκιμήσουν.
Παράδοσις: Μια φορά σ'ένα χωργιό επιάσανε μι'α άλπου ζωντανή και την εγδάρανε, γιατί τους είχε κάμει πολλαίς ζημιαίς! Ύστερα την ερωτήσανε πως περνάει κεκείνη τους αποκρίθηκε: "Απ' το σώγαμπρο καλλίτερα!"
(1926)
Ο σώγαμπρος είναι σκατάνθρωπος, διότι μπαίνει σε ξένο σπίτι και τρέφεται από τα πεθερικά του, τα οποία τον βρίζουν πολλάις φοραίς.
Καλύτερα από σώγαμπρος
(1963)
Κατά την πααράδοσιν, μια αλεπού μπήκε στο κοτέτσι, αλλά έγινε αντιληπτή και συνελήφθη. Ενώ εγδέρετο δια να της πάρουν το τομάρι, ρωτήθηκε: - " Ε, τώρα, πως τα περνάς;" και η αλεπού απήντησε: " Καλύτερα από σώγαμπρος".
Η ...
όσα δε σώνει η αλεπού (ή δεν θέλει η αλεπού) τα κάνει κρεμαστάρια
(1963)
Λέγεται, όταν επικαλείται κανείς μια δικαιολογία όχι πολύ βάσιμη για να αποφύγει να κάμη κάτι ή να δικαιολογηθεί για μια παράλειψη.