Αναζήτηση
Αποτελέσματα 133291-133300 από 134917
Σπίτι σαν αχούρι
(1919)
ρυπαρόν
Η όξου γειτουνειά να μηγ ξερ' το κάν΄ς στου σπίτ' σ'.
(1927)
Δηλαδή τα εν οίκω μη εν δήμω.
Αυτός είναι σπιτίσος.
(1926)
Να κι εμέν' 'ενα σφάκελο
(1876)
Συχνοπούλε τζαί λι(γ)οκέρτιζε
(1940)
Εν τη καταναλώσει το κέρδος.
Σφίξε του τα λωριά
(1910)
Σπιτωμένος, αφεντάτσος.
(1952)
Όποιος έχει σπίτι δικό του, είναι μεγάλος αφέντης.
Σφίγγω
(1963)
Βλ. ελιά 2.