Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1391-1400 από 1593
Ο άσπρες, μαύρες γίνεται;
(1943)
Ερμηνεία: δεν αλλάζει κανείς φυσικό
Πότε σκάζ' νε οι διαόλοι; Όdας κλάν' νε οι πεθαμένοι
(1943)
Ερμηνεία: Λέγεται όταν στεναχωριέται κανείς από ανέλπιστη δυσκολία
Β'ζαίνει το δαχτ'λάτσ' του
(1943)
Ειρων. για όποιον νεάζει
Έναι, ή Γίνη δα δαίμονας απ' τα Γιούρα
(1943)
Πονηρός ή θυμωμένος
Τεν έκανε ο δαίμονας καβάλλα
(1943)
Τον κυρίευσε ο θυμός, το πείσμα του
Τούτες πάει, δ'λίνιατσε!
(1943)
Βασίλεψε, πεθαίνει
Θαρρούσα τσαί γώ, πούς έσονε τ' παπά – Μανιά τ' άλογο
(1943)
Τίποτα σπουδαίο δηλ. σάν τό άλογο τού παπά πού ήταν ξακουστό γιά τήν ταχύτητά του
Από bρός μέ δέρνει πύρα – τσ' από πίσω μαύρζη μούρα
(1943)
Το λένε γιά τή φωτιά στό τζάκι, πού δέ ζεσταίνει παρά μόνο τό εμπρός μέρος
Γιά μάννα! Τό παπούτσ' του, σάν Ελλην' κό μνημόρζο έναι!
(1943)
Τόσο μεγάλο