Αναζήτηση
Αποτελέσματα 61-70 από 70
Η κάτα πα πίν οξείδ;
(1918)
Πίνει και η γάτα ξείδι;
Την κάταν είπανε “βοτάν' εγέντον” κ' ετσούπωσεν άτο
(1918)
Είπανε 'ς τη γάτα “το σκατό σου είναι μόσκος” κ' εκείνη έσκαψε και το χωσε. Αχταλεύω εκ του τουρκ. αχταρμάκ = φοσσίζω, σκάπτω λάκκον και κρύπτω τι εντός, από του ουσ. φοσσίν (λατ. Fossa), (βλ. παρά Δουκαγγίω φοσσίον) λάκκος
Ούς να κρύφκεται η κοτύλα σ'
(1918)
Ώσπου να κρυφθή ο σβέρκος σου
Ίντäν γίνεται ο κόσμον ας γίνεται κι ο Κοσμάς
(1918)
Ότι γίνη ο κόσμος ας γίνη κι ο Κοσμάς
Θα βάλλω το ΄χερ ισ ΄ςτο μελοκούτ
(1918)
Θα βάζω το χέρι σου 'ς την μπουρνιά του μελιού
Να΄ μέλ, να΄ κερίν
(1918)
ΠΜ 81: να μέλι κάμν, να κερίν. Ούτε μέλι ούτε κερί, να – να΄ τουρκ. Επί του ανεπιτηδείου εις πάσαν εργασίαν. Η μεταφορά εκ του κηφήνος ή της κενής κατά τον τρυγητόν κυψέλης
Όλα ίντανε, τι κοσέ τα γένα μαναχόν κι φυτρώννε
(1918)
Όα γίνονται, μονάχα του σπανού τα γένεια δε φυτρώνουν
Έκαψεν το μαλέζ', ας έτον κ' έναν φαείν
(1918)
ΠΜ 77: Έκαψέ με, έκαψε το κουρκούτι, ας ήτο και φαγεί