Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1-100 από 177
Τα μάθια που θωριόdαι εκείνα 'b' αγαπιόdαι
(1963)
Δηλαδή η καθημερινή επαφή δημιουργεί αγάπη...
Εκείναι 'b' = εκείνα είναι που...
Εκείναι 'b' = εκείνα είναι που...
Ζηλεμός είν' εκείνοι b' απεθαίνουσι
(1963)
Λέγεται παρηγορητικώς, κυρίως από άνθρωπο πικραμένο, απογοητευμένο
Όποιος βιάζεται σκουντάβγει
(1928)
Άλλα λόϊα ν' αγαπιόμεστα
(1928)
Όταν δε με συμφέρει ν' ακούω κάτι που αλλάζω τα λόγια λέγεται η παροιμία
Καλοέροι και παπάδες όλοι παίζουνε τσ' αμάδες
(1928)
Όταν βγει κάποια μόδα π.χ. Και την κάμουνε κι όσοι ακόμα δεν τους ταιριάζει
Ο νούς είναι κοdά στη γνώση
(1963)
Δηλαδή είναι αυτονόητο.
Γνωρίζουdαι dα μάουλα, που τσ' έχου τζ' αλειχήνες
(1963)
Λέγεται όταν κατηγορής κάποιον για ελάττωμα που δεν έχει ή που το έχεις εσύ.
Μάθια σφαλούν και μάθια 'νοίουνε
(1928)
Τώρα πεθαίνω γω πούμαι πλούσιος και αδελφός μου που ναι φτωχός με κληρονομά
Τα δόδια απαdου dη γλώσσα
(1963)
Λέγεται όταν αποφύγης να εκστομίσης λόγο, που μπορεί να δημιουργήση ζητήματα
Έχουν οι φύλακες τη γνώση
(1963)
Λέγεται, όταν εγκαίρως φροντίζωμε για κάτι.
Το βουνό δεν εδούλιασε dο μεγάλο 'ομάρι, παρά τσοί πολλές στράτες
(1963)
Δηλαδή η συστηματική και συνεχής εργασία είναι πιο αποδοτική από την έντονη αλλά όχι συνεχή.
Τω γνωστικώ τα πράματα τα τρών οι χαροκόποι
(1963)
Δηλαδή τις οικονομίες των συνετών τις χαίρονται σπάταλοι κληρονόμοι.
Ά δε gουράσης γόνατα, κοιλιά δε θαραπεύγεις
(1963)
Δηλαδή αν δεν κουραστής, δεν εξασφαλίζεις τα προς το ζήν.
Είδα ω έρον παπά κι ήθαβγε μωρά παιδιά
(1928)
Γίνονται δηλαδή πολλά αταίριαστα πράμματα
Το 'οργό και χάρην έχει
(1963)
Δηλαδή η ταχεία ενέργεια είναι ασφαλής.
Το 'ουδί το 'ουδοχέρι και το gόπανο στο χέρι
(1963)
Λέγεται, όταν συνεχώς κάνη ή λέγη κανείς το ίδιο πράγμα.
Του καπετάνιου το παιδί θ' αποκαπετανέψη
(1928)
Αυτό το λέει ο ένας σ' έναν άλλα να δη αν είναι ικανός κι ο δεύτερος να το πή. Είναι όμως δύσκολο πέστε το τρείς τέσσερες φορές κια αντί να πή αποκαπετανέψη καταντά με την επανάληψη να γίνει πουτανέψη
Οπόβρω τ' ανεβάτζο μου, εκεί dα 'ονικά μου
(1963)
Ανεβάτζο=κάτι που ενισχύει, που ανεβάζει οικονομικώς. Ονικά=γονικά. Δηλαδή όπου ο άνθρωπος βρή συμφέρο, υποστήριξη, εκεί αισθάνεται σα να είναι στην οικογένειά του, στην πατρίδα του.
Απουπόξω μπέλα μπέλα κι' απού μέσα κατσιβέλα
(1928)
μπέλα= καθαρή, κατσιβέλα= γύφτισσα
Που δεν ακούει του 'ονιού, παραωνιάς καθίζει
(1963)
Παραωνιάς=στην άκρη. Δηλαδή όποιος δεν ακούει τους γονείς του, παραμερίζεται, δεν πετυχαίνει στη ζωή.
Ο πρώτος δάσκαλος του παιδιού είν' ο ονιός
(1963)
Δηλαδή η πρώτη αγωγή καλή ή κακή δίδεται στο παιδί από το γονιό, κυρίως με το παράδειγμα.
Α τη 'ούλα bαίνου dα κάλλη
(1963)
Δηλαδή όποιος τρώει ομορφαίνει.
Ή αβάτζου ή καβάτζου
(1925)
Ή μπρός ή πίσω, ότι βγή
Μήν κλαίς ποτές ακάμωτη δουλειά κι' έχεις καιρό να την κλάψης σά ένη
(1928)
Σα ένη = γίνει
Κι η πολλή gαλωσύνη ναι μισή ζαβάγρα
(1928)
Ζαγάβρα = κουταμάρα
Δεν ήρθαμε σ' ένα λόο
(1930)
Δεν λογοφέραμε, δεν μαλώσαμε
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει
(1963)
Δηλαδή η κακή γλώσσα μπορεί να γίνη αφορμή καταστροφής
Το ινάτι βγάνει μάτι
(1928)
Ινάτι=πείσμα
Ήκουα τα κουδούνια σου και θάρου gαί τα ζά σου
(1928)
Γίνεται θόρυβος γύρω από ένα πρόσωπο που δεν του ταιριάζει.
Του γλήορου πουλιού η ούλα ώρα 'σκόλασε, μα μερα δεν εσκόλασε
(1963)
Δηλαδή ο επιμέλης, ο εργατικός δεν στερείται, κι αν κάποτε στερηθή, είναι πρόσκαιρη η στέρηση
Το bολύ γλυκύν άθρωπο τονε τρών οι μυίες
(1963)
Δηλαδή ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι πολύ καλός. Η καλωσύνη του τον καταστρέφει
Η γλυκειά γλώσσα 'βγαλε, λέει, το φίδ' απού την dρύπα
(1963)
Δηλαδή ο απαλός τρόπος έχει καλό αποτέλεσμα
Όλα 'ίνουdαι μόνου του σπανού τα 'ένεια δε 'ίνουdαι
(1963)
Δηλαδή όλα είναι δυνατά
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα σπά
(1963)
Δηλαδή η κακή γλώσσα μπορεί να γίνη αφορμή καταστροφής
Τον αποψινό σου θυμό, παιδί μου, άφηνε τονε ιά ΄βριο, την αποψινή σου δουλειά όμως μην την αφήνης για δεν ηξέρεις είντα σου λαχαίνει ίσαμ΄ αύριο, μπορεί ν΄ ανουbοριάσης κα να μη μπορής να κάμης τη δουλειά σου, ενώ ο θυμός είσαι σίουρος πως θα σου περάση, κι είναι ΄τσαι πιο καλά
(1925)
Ιά ΄βριο = για αύριο, για = για, γιατί, είντα = τί, λαχαίνει = τυχαίνει, ίσαμ΄ αύριο = ως αύριο, ανουbοριάσης = αδιαθετήσης, σίουρος = σίγουρος, ΄τσαι = ετσά = έτσι. βλ. Δουλειά 85...
Το βουνό δεν εφοβήθηκε, λέ', εκείνο bού πάει και κάνει ένα θεοόμαρο, ιατί πάει κάθα τόσο, μόνο 'φοβήθηκεν εκείνο bο 'πάαινε gάθα μέρα κι ήκανε μίαν αgάλη
(1963)
Θεοόμαρο=μεγάλο δέμα κλαδιών. Αgάλη=μικρό δέμα κλαδιών
Δεν έχω κάκια του θεού κι αμάχη με το χάρο, μόνου τσή πικροούλας μου, που μου ζητά να φάω
(1963)
Είναι παλαιό μοιρολόϊ. Λέγεται και μόνο ο πρώτος στίχος. Λέγεται και κυριολεκτικώς και μεταφορικώς, όταν δεν αιτιάσαι παρά μόνο τον εαυτό σου.
Τ' αgεία ινήκα θυμιατά και τα σκατά λιβάνι και των αθρώπω dα παιδιά εΐνησα 'αδάροι
(1963)
Λέγεται, όταν ένα παιδί χαμηλής κοινωνικής προελεύσεως εξελιχθή ή ένα καλής οικογενείας δεν προοδεύση
Η αγάπη θέλει γλυκειά γλώσσα, έχης δεν έχης, θέλει χουβαρδωσύνη, έχης δεν έχης
(1963)
Δηλαδή για να διατηρηθή η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων, χρειάζεται ευπροσηγορία και γενναιοδωρία κι όταν ακόμα δεν είσαι από τη φύση ευπροσήγορος και όταν ακόμα δεν είσαι ευκατάστατος
Αστιβές στο ντράφο να τσοι μέσα
(1928)
Όταν μια δουλειά είναι κακοκαμωμένη
Αστιβές στο ντράφο να τσοι κάτω
(1928)
Όταν μια δουλειά είναι κακοκαμωμένη
Πατώ ποδάρι
(1930)
Επιμένω
Υαλιά καρφιά
(1929)
Σπιτάλη ;
Το καλό αδουράκι κάνει δυο στράτες
(1963)
Λέγεται όταν λόγω αφηρημάδας κάμωμε διπλό κόπο, Π.Χ. Σαχλύ το κουβάριασες το φάδι. Πιάς τώρα το πείσμα σου ξανακουβάριασε το, μα το καλό αδουράκι, λέει, κάνει δυο κόποι
Ότι να λείπ' ο κάτης α τη 'ωνιά, παίζουν οι ποdικοί τον αρμαδούρο
(1963)
Δηλαδή, όταν λείπη ο αρχηγός κάνουν ότι θένε οι υποτακτικοί
Το Μάρτη ξύλα φύλαε, μη gάψης τα παλούκια
(1963)
Ερμηνεία: Λέγεται επειδή είναι πιθανόν να κάνη κρύο
Το κουριαλόν επέθανε, γρϊά και 'έρος τόκλαιε
(1963)
Λέγεται με εύθυμη διάθεση, όταν στενοχωρείται κανείς για μια ζημιά ασήμαντη
Αστιβές στον τράφο νάτσι μέσα
(1928)
Δεν είναι δηλαδή κλαδί ή αστοίβη να στερεωθή στον τράφο
Τσίdα – φούdα και τάσπρα πόυdαν
(1931)
Λέγεται για τους περήφανους
Αρχοντικά πορεύγουσαι σα bοθ σου πιειάνει κιόλα
(1925)
Να βαδίζης περήφανα, να μην ανακατεύεσαι σε προστυχοδουλειές, καθώς σου πιάνει να βαδίζης
Που τάβρ', ας τα κλαίη
(1963)
Σημαίνει αδιαφορία
Κλαίς τονε τον αρφανό κι ας είν' και με τα ένια
(1925)
Αρφανό = ορφαν
Ο Μάρτης ο γδάρτης, κι' ο παλουκοκάφτης
(1963)
Ερμηνεία: Ο Μάρτης κάνει δριμύ κρύο
Ώσπου ζει, λέει, κανείς μαθαίνει
(1963)
Όμοιο προς το: Γηράσκω αει διδασκόμενος
Που βρίσκει και βολεύγεται, τύφλα dου που παdρεύγεται
(1963)
Λέγεται κυρίως για τον άγαμο σε περίπτωση, που έχει σχέσεις με μια γυναίκα, αλλά και σε κάθε περίπτωση ικανοποιήσεως μιας αναγκης χωρίς Δεσμευση, χωρίς ευθύνες
Ανεστεναζει ποdικός να περάσ' α' το ματζέ τζη
(1963)
Δηλαδή δεν υπάρχει τίποτα μες στο κελάρι της
Κατά το Τζανή ει gαι τα κοπέλια
(1963)
Λέγεται για την ομοιότητα ελαττωμάτων παιδιών προς γονείς
Το κακό είν' ανερίφνητο
(1963)
Δηλαδή δεν μπορούμε να ξέρωμε με βεβαιότητα το δράστη ενός κακού
Τάσπρα' ναι ια τσι μαύρες ώρες
(1963)
Ερμηνεία: Τα χρήματα χρειάζονται για την ώρα της ανάγκης
Όποιος δεν έχει 'έρο, να πάη ν' αοράζη
(1963)
Δηλαδή ο ηλικιωμένος είναι πολύτιμος για την πείρα του
Έχει ο βασιλιάς πολλά, μα θέλει κι΄ άλλα
(1963)
Λέγεται για τον άνθρωπο, που, ενώ είναι ευκατάστατος, δεν παραμελεί τα συμφέροντά του
Πόσοι νεκροί που κάθουdαι στ' αρρώστου το κρεβάτι!
(1963)
Δηλαδή, το τέλος της ζωής είναι αβέβαιο. Είναι δυνατό ο ετοιμοθάνατος να σωθή και ο υγιής να πεθάνη αιφνιδίως
Αστοιβές στο dράφο, να τσι μέσα
(1963)
Λέγεται για δουλειά κακοφτιαγμένη, προχειροφτιαγμένη
Αστραπές θωρείς; Βροdες ακούς; Κάθου στ' αυγά σου
(1934)
Όταν ακούης φιλονικίας μη αναμειγνύεσαι
Πώς περνας με την αγάπη; Σα dο σκύλο με το gάτη
(1963)
Λέγεται όταν συό άνθρωποι γκρινιάζουν μεταξύ τους
Νοικοκιουρά σου gι ήκλανες, κ ιαν ήκλανες, καλά 'κανες
(1963)
Λέγεται σαν αστείο το “έπινες”
Πιάς το σπανό πάρ' τα 'ένεια dου
(1963)
Π. χ., Μα είdα να σου κάμη πούναι φτωχός; Bορεί να σε βοηθήση; Πιάς εδά, λέει, το σπανό πάρ' τα 'ένεια dου
Στην ανυdριά καλό gαι το χαλάζι
(1963)
Δηλαδή όταν υπάρχη σπάνις, και το ελάχιστο είναι πολύτιμο
Που καβαλλικεύγει ξένον άλοο, γλήορα ξεπεζεύγει
(1963)
Δηλαδή όποιος στηρίζεται σε ξένη δύναμη, γρήγορα μένει έκθετος