Αναζήτηση
Αποτελέσματα 81-90 από 2150
Η παπαδιά τόφερεν εφέτι τ' αλάτσι
(1963)
Αλάτσι = αλάτι
Οπόχει πόνο στη gαρδιά, στα μάουλα του δείχτει
(1963)
Οπόχει ή που κρύβγει. ...στα μάουλά του δείχτει ή ...στα μάουλα του το δείχτει
Έβγα στη 'ειτονιά bοbέψου κι' εύρα στο σπίτι σου πορέψου
(1963)
Bοbέψου = ρεζιλέψου, πορέψου = βολέψου. Πορέψου ή βολέψου. Ή Εύρα σπίτι σου πορέψου και στη 'ειτονιά bοbέψου. Δηλ. Όταν μπορής να αντιμετωπίζης μιάν αναγκη εξ ιδίων, να αποφεύγης να εκτεθής ζητώντας τη βοήθεια άλλου
Κάποιον εbοbεύγασι στο φόρος λες και ξέρει το κι' εκείνος;
(1963)
Λέγεται, όταν σχολιάζεται κάποιος και ή αδιαφορεί ή αγνοεί το γεγονός
Εκατό πόρτες, πενήdα φελιά, πενήdα πόρτες εικοσιπέdε φελιά
(1963)
Εκατό πόρτες ή εκατό πόρτες, λέει
Σε πολλοί – πολλοί το bουκί σου μη dο λυής
(1963)
Δηλαδή δεν είναι αναγκη να ξέρουν οι άλλοι τα οικονομικά σου
Που 'υρεύγει τα πολλά, χάνει και τα λϊα
(1963)
Ή όποιος γυρεύγει τα πολλά, χάνει και τα λϊα
Πολλοτεχνίτης και ρημοσπίτης
(1963)
Λέγεται για άνθρωπο, που, ενώ ασχολείται με πολλές εργασίες, είναι φτωχός
Καθά εις κι' ο πόνος του
(1963)
Δηλαδή ο καθένας ασχολείται, μιλεί, για ό,τι προσωπικώς τον ενδιαφέρει