Αναζήτηση
Αποτελέσματα 501-510 από 708
Το βράδυ λίχνισέ τα, την αυγή κοσκίνισέ τα
(1951)
Αποβραδίσ σηκωνόνταν πάντα αέρας κι ήταν η πιό κατάλληλη ώρα νά λιχνίσουνε στ' αλώνια τό σωρό το πρωΐ μέ τό φως, που δε φυσούσε, τον κοσκίνιζαν. Η παροιμία σημαίνει πως κάθε δουλεία θέλει την ώρα της
Το μισημέρι 'γώ τζο πορώ νdα βρώ, τσαι συ 'ρεύ νdα βρείς σκοτεινά;
(1951)
Το μεσημέρι εγώ δε μπορώ να το βρώ, και συ γυρεύεις να το βρείς στα σκοτεινά;
Να μη βρονdήσει, Κυριελέησον τζο λένε
(1951)
ΟΙ χωρικοί, κάθε που βρόνταε, κάνανε το σταυρό τους, γιατί φοβόντανε τον κρότο και τ' αστροπελέκια. Η παροιμία λοιπόν σημαίνει πως χωρίς φοβέρα ο άλλος δε σε λογαριάζει
Α γαλτζέψει σο γαιρίδι
(1951)
Θα καβαλικέψει στο γαιδούρι
Δέβας το γαιρίδι 'ς το νερό
(1951)
Πέρασ' το γάιδαρο από το νερό
Αράdει τσ' εύρου με
(1951)
Ψάξε και βρές με
Ό,τι 'α βρέξει, 'ς κατεβάσει
(1951)
Ότι βρέξει, ας κατεβάσει
(1951)
Του τζο ΄υρεύει να δώσει το καννάβι του, λέ τι : Έφκωσα ΄λεύρι πάνου
(1951)
Όποιος δε θέλει να δώσει το σκοινί του, λέει : Άπλωσα αλεύρι απάνου. Για τις ψεύτικες προαφάσεις. Μια φορά γυρέψανε του Ναρεντίν-χότζα το σκοινί του. Εκείνος δεν ήθελε να τους το δώσει κι είπε αυτό το ψέμα : Έφκωσα ΄λεύρι πάνου
Ες σην gούφα σ' α δϊέβος, σην τζοιλία σου ες 'κατό δεβόλοι!
(1951)
Έχεις στη σκούφια σου ένα διάβολο, μα στην κοιλιά σου έχεις εκατό διαβόλους!