Αναζήτηση
Αποτελέσματα 301-400 από 3548
Μαναχός του έψησ', έλμισε, μαναχός του έφαε
(1951)
Μοναχός του μαγείρεψε, αλάτισε, μοναχός του έφαε
Να 'μαστε φτωχοί, μα να μην είμαστ' άλαλοι
(1952)
Άλαλος = κουτός
Κανείς τζό 'υρεύει τα το 'ληθώτικο
(1951)
Την αλήθεια κανείς δεν τη θέλει
Το 'ληθώτικο έν' bρίκο
(1951)
Η αλήθεια είναι πικρή
Η αλήθεια 'ναι μαλώτρα
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Ν(δ)άμα έφα(γ)αμ' ας τσάι ψωμί
(1951)
Αντάμα φάγαμε άλας και ψωμί “
Ανdί απός γρουγώνεις 'πο παρέξου
(1951)
Σαν αλεπού κρυφοκοιτάζεις απ΄ έξω
Ανdί απός φυφτίζεις
(1951)
Σάν αλεπού συλλογιέσαι.
Ανdί απός νανούσαι
(1951)
Σάν αλεπού συλλογιέσαι.
Αλλιώς λογιάζ' ο γάϊδαρος, κι' αλλιώς ο γαϊδουρολάτης
(1952)
Ερμηνεία : Άλλα λογαριάζει ο λαός, κι' άλλα οι κυβερνήτες του
Αλλιώς τ' αλόγατα κι' αλλιώς ο καροτσιέρης, δεν πάει
(1952)
Ερμηνεία: Το λένε όταν ο κόσμος δεν ακολουθή μια διαταγή
Σο Βαρασό λέν αν gατζί,σην bόλην 'gούεται
(1951)
Στα Φάρασα λένε ένα λόγο, στην Πόλη ακούεται. Λόγος που λέγεται εύκολα μαθαίνεται. -Ποντ.Δ.Π. Αρ. 6:Άς σ' ωτίν 'ς σ'ωτίν,κρούει και ς' σή πασά τ' ωτίν.
Φέρε τα δυο άκρες σ' ά μερά
(1951)
Φέρε τις δυο άκρες σε μια μεριά. Κοίταξε να βγείς σ' ένα αποτέλεσμα
Κατζεύω τα 'γω, κούγω τα 'γω
(1951)
Τού χα ειπείς κατένκες τα του χα 'κουσ' τζο κατένκες τα;
(1951)
Αυτό που θα πείς το ήξερες, αυτό που θ' ακούσεις δεν το ήξερες;
Λές τα συ,΄κούς τα συ
(1951)
Εσύ τα λές, εσύ τ' ακούς
Άλειμμαν τζο βgαίνει
(1951)
Βούτηρο δεν βγαίνει
Δεύτερ' αλέτρι, δεύτερο δεμάτι
(1952)
Πρόν 102 και 103
Καθόσουνε στη θέση σου και μη φοβάσαι να σε σκώσουν
(1936)
Καθόσουνε = προστακτική
Των αγίων φανέντων, που είναι οι μύγες ολόχωστες
(1956)
Ολόχωστες = παχιές
Η ανυπομονησία χαλνάει τσ' δ'λιές
(1938)
Τσ' δ'λιές = τις δουλειές
Το ήσυχο νερό τρυπάει το βουνό
(1936)
Η αξία της υπομονής και της αταραξίας
Άσε να το σφάξουμε κι' ύστερα το γδέρνουμε
(1936)
Ερμηνεία: Για 'κείνους που προεξοφλούν με τα λόγια μελλοντικά πράγματα
Άγια Μαρίνα έρχεται με το σύκο, με τ' απίδι, με το κόκκινο σταφύλι
(1958)
Μήπως Αγιά Μαρίνα = αφθονία παραγωγής
Εδώ έμπλεξα την Αγια Μαρίνα με το βήσσαλο
(1958)
Μεγάλη πληθώρα από ψάρια
Άγιος Βασίλης έρχιτι απ' τσι Γιαντσαριώτις, δόμ κι μέ τσανάκ' αλγόμ' γες
(1940)
Επί ασυναρτησιών και χαζολογιάς
Μι τουν ανώτερο σ' σκορδά μη φτεύης
(1940)
Γιατι θα διαλέξ τα καλύτερα στη μοιρασιά
Άρμιγι τσι κούριβγι, χέζι κι διμάκιαζι
(1940)
Διμάκιαζι = δεμάτιαζε
Αφέντ' άη – Γεράσιμε, μεγάλο 'ν' τ' όνομα σου, φύλλο δε σειέτ' από δεντρί, χωρίς το θέλημά σου
(1952)
Στα Ομαλά είναι το μοναστήρι του Αγίου της Κεφαλονιάς
Τ' άη Γιαννιού με το μαντήλι, και τση Βλαχερνός με το καλάθι
(1952)
Στις 24 Ιουνίου, μπορεί να μαζέψη κανείς μιά μαντηλιά σταφίδες, αλλά στις 2 Ιουλίου (της Παναγίας της Βλαχέρνας) βρίσκει πιά να γεμίσει κ' ένα καλάθι
Άλλος αγαπάει τη μαυρομάτα, κι' άλλος την τσιμπλομάτα
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Σαν τον αβάφτιστο τυραγνίζεται
(1940)
Επειδή πιστεύουν πως στον άλλο κόσμο τ αβάπτιστα βασανίζονται
Αγάλι' αγάλι απ' τη συκιά, να μην πιαστή και μείνη!
(1958)
Μια άλλη [γυναίκα] που βγάνανε τον άντρα της από το σπίτι, καθώς τον πηαίνανε λέει
Το παίρνει για αγγαρεία [ή σαν αγγαρεία]
(1939)
Όπως οι αγγαρείες του στρατού πού τίς αποφεύγουν οι φαντάροι
Απ' τα πενήντα κι τουν ανήφουρου, κόπους κι πόνους
(1938)
Ανήφορου = κι' επάνω
Τώρα δ' λευώ για τον άη Θανάσ';
(1959)
Δηλαδή, είμαι για το νεκροταφείο
Αγάπη και βήχας δεν κρύβονται
(1952)
Από τη συλλογή Λιβιεράτου
Αγάλι' αγάλια φύτευε ο γεωργός τ' αμπέλι κι' αμπέλι κι' αγάλι' αγάλια γίνηκε η αγουρίδα μέλι
(1936)
Για την αξία της υπομονής και της ηρεμίας
Αυτά να τα πης στο χλήδονα
(1940)
Δηλαδή είναι σαχλαμάρες και ψέματα
Όπ' αγαπάει, γνωρίζεται αφ' την περβατησιά του΄αλλού πατεί, αλλού θωρεί, κι αλλού 'ν' το νόημά του
(1952)
Νόημα = η σκέψη του
Η αγάπη, ανάθεμάτη, στην αρκή είναι γλυκιά, μα στη μέση πιπερίζει, και στο τέλος είν' πρικιά
(1952)
Πιπερίζει (πιπέρι)καίει, πρικός = πικρός
Άγιασ' ο μαχαιροκλέφτης και πουλεί σκουρολεπίδες
(1936)
Ειρωνικά, για όσους τάχα απέβαλαν παλιά ελλατώματα
Αραbάς μι τα καρόλια, βάρσανα πόχ' η αγάπη
(1940)
Επί ασυναρτησιών
Πάει για την Καλλιόπη
(1939)
Ερμηνεία: Πάει να καθαρίση τ' αποχωρητήρια του Συντάγματος
Γίντσι τ' Κουτρούλ' η γάμους
(1940)
Τ' Αγίου dγιά αdγειώνετ' η χ'μώνας
(1940)
Dγιά = Αντρέα
Της Αγιάς Μαρίνας ρώγα
(1960)
Πρωτογεύονται τα σταφύλια
Απ' τσ' μυλωνούς το gώλο ορθογραφία γυρεύ'ς;
(1940)
Συνοδεύεται από κείμενο ...
Ποτές να μη μπιστεύης σι κούκο κι κλοχερέλ' σα δε λαλήση τζίτζιρας δεν είνι καλοκαίρι
(1940)
Παροιμία που εκτός από την κυριολεξία της τη λένε σε περίπτωση που δεν επιτρέπουνε πολλή εμπιστοσύνη
Ο κούκκος θέλει σύντροφο και το ρεβύθι ανάριο
(1956)
Ο κούκκος εδώ είναι το κουκκί
Θα δης ξυστρί, που θα πάη καπνός
(1939)
Δηλαδή θα μας διώξουν
Βαρύ καλοκαίρι, αλαφρύς χειμώνας
(1952)
Λαική παρατήρηση, που ισχύει κι αντίστροφα: Αλαφρύ καλοκαίρι, βαρύς χειμώνας
Η βιάση ψήνει τό ψωμί, μα δέν τό καλοψήνει
(1936)
Βιάση = βία (βιάζομαι)
Κάλλιο σκύλ' απο την Κρήτη παρά φιλ' αγιομαυρίτη
(1958)
Αγιομαυρίτης = Λευκα δίτης απο την πρωτεύουσα
Αγάλι' αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι κι' αγάλι' αγάλια φ'τεύεται σταφίδα στο Καστέλι
(1956)
Στο Καστέλι (κάστρο), ένας γέροντας έλεγε [τ' ανωτέρω]
Τού κρουμμύδι τού ταχύ, κάνει τ' άνdιρο παχύ κι του σκόρδο την ημέρα δίνει στη gαρδιά αgέρα
(1940)
Πρόσφυγες Αδραμυττίου
Βάλε ψάρια στο τηγάνι, Παναγιά και αγιο-Γιάννη
(1940)
Ερμηνεία: Όποια μέρα πέσουν αυτές οι μέρες, Παρασκευή ή Τετράδη, επιτρέπεται το ψάρι
Αν είναι γιά νά τουρκέψω, να γίνω αγάς
(1940)
Αν είναι για ζαπτιές, καλά κάθομαι. Δηλαδή: αν θα κάμης κάτι, ν' ξίζει. Πά στήν bαντρειά λέγετ' αυτό
Από τ' Αγι – Αντωνιού, νιός πουνέντες
(1956)
Τ' αγίου Αντρέα είναι στις 30 Νοεμβρίου
Τση Αγία Κατερίνης ρίχνουνε τσι βαρειές τσι άνκορες!
(1960)
Αρχίζουν οι φουρτούνες στις ακτές και στα λιμάνια
Τς παραγυιοί τ; πιάνουν τ' αγιού Μ' τριγιού
(1940)
Ερμηνεία: Όταν θέλουμε να δείξουμε πως για κάθε πράγμα υπάρχει καθωρισμένη χρονολογία ή ώρα. Από το έθιμον των επαγγελματιών ή τεχνιτών να προσλαμβάνουν μαθητευόμενουςτην ημέραν του αγίου Δημητρίου
Κουκ'βάγις πι τα κ'δούνια πα στ' ανεμογούνια
(1940)
Ερμηνεία: Επί αποτυχίας
Πάμε για τον άη Αθανάσιο;
(1959)
Δηλαδή, για το νεκροταφρείο
Ήρτε Έζ Δρεμήτηζ, ήρτ' ο σειμός
(1951)
Ήρθε ο Άι-Δημήτρης, ήρθε ο χειμώνας=Στα Φάρασα χειμώνιαζε πρώϊμα, αφού και τ' Άι-Λουκά, 18 Οκτωβρίου, μπορούσε να χιονίσει