Αναζήτηση
Αποτελέσματα 1801-1900 από 5686
Όσην ώραμ μου παράγγελεν η κυρά η πεθθερά μου, εμέτρουν τες μούγες της νουράς του αππάρου μου
(1924)
Ερμηνεία: Επί των απροσεκτουντων εν ου δέοντι
Εν και εν η αξίσι του οφτου, αμμάν η παραπόνησί του
(1924)
Ερμηνεία: Επί των μη τυγχανόντων τινός, όπερ έπρεπεν ή ανέμενον να τοις δοθή, και παραπονουμένων διά την παράλειψιν δήθεν και όχι διά το παραλειφθέν. Συνοδεύεται από κείμενο...
Η πείνα εμ ποκάτω που το δεμάτιν
(1924)
Όταν πλησιάζη ο καιρός του θερισμού, τότε και οι γεωργοί εξαντλούν τον περυσινόν των σίτων
Ήβρες το χωρκόν χωρίς σσύλον; Παρπάτα με χωρίς βέρgαν
(1940)
Όπου κίνδυνος να είμεθα προσεκτικοί
Θαρκέται πως βαστά τομ Πάπαμ που τα γένεια
(1940)
Ερμηνεία: Ο πάπας είναι πανίσχυρος προσωπικότης
Γεια σου γέρω! Κουτσιά σπέρνω
(1940)
Ερμηνεία: Επί των εχόντων ασθενή την ακοήν και δι όσους εκ συμφέροντος προσποιούντα ότι δεν ακούουσιν
Εσ' σ' αγαπά η πεθθερά σου
(1940)
Λέγεται δι΄ όσους καταφθάνουσιν αργά
Της γεναίκας οι παράδες, της πόρτας εμ μαντάλια, τζ' άμα περνα ο άντρας της φακκούσ στην τζεφαλήν του
(1940)
Ερμηνεία: Ο νυμφευθείς πλουσίαν ονειδίζεται επιδιώκων οικονομίας ενώ έτυχε καλής προίκας
Όποιος εν έσει παράες, εν τον ι – ξέρει ούτε η μάνα του
(1940)
Ερμηνεία: Τον πτωχόν αγνοούσι και οι στενότεροι του συγγενείς
Κάμε τομ παράσ σου ρεζίλιν, τζ΄εσούνη μεγ γινής
(1940)
Ερμηνεία: Καλήτερον να ζημιώσωμεν παρά να εξευτελισθώμεν
Ο παράς εν στροντζυλός τζαι τζυλά
(1940)
Ερμηνεία: Αι βιωτικαι αναγκαι κάμνουν να δαπαναται πολύ χρήμα χωρίς να το αντιλαμβανόμεθα
Ο παράς τσακκίζει λόγια
(1940)
Ερμηνεία: Με το χρήμα εξαγοράζονται συνειδήσεις
Η πουτάνα θέλει να κρυφή, μμά η χαρά εν την αφήνει
(1940)
Δι' όσους, επειδή απέκτησαν κάτι επιθυμητον, εκδηλούσι την χαράν των
Ο πουζης, τζαι πουζόδημμαν αβ βάλη, πάλιν πουζης εν ναναι
(1940)
Ο έχων κακά φυσικά πάντοτε θα είναι αδιόρθωτος
Αντάν να φύουν τα πουλιά, μεν τα στήσει τα βερκά
(1940)
Φύουν ή φύγουν
Το πολλοπάητομ πουλλίμ, που την μούττημ πκιάννεται
(1940)
Πολλοπάητος = έξυπνος, έμπειρος
Το πονηρόν πουλλίν, που τημ μούττημ πιάννεται
(1940)
Ο τολμηρός επιτυγχάνει, κάποτε όμως την παθαίνει
Έκαμα τα ρούχα μου πουργούριν
(1940)
Εγίναν μικρά μικρά κομμάτια, όπως το σιτάριν έγινε πουργούριν
Μάθε το πουλλίν να πετά
(1940)
Ερμηνεία: Επί όσων προσπαθούσι να διδάξωσιν άλλους ανωτέρους των
Των φρονίμων τα παιδκιά, πριμ πεινασουμ μαειρέβκουν
(1940)
Απόδειξις συνέσεως αλλά και πρόξενος ωφελείας είναι η προνοητικότης
Ο κλώνος κοντά στογ κορμόν εμ που πέφτει
(1940)
Εκ κληρονομικότητος παραδειγματιζόμενα τα τέκνα ομοιάζουσι τον χαρακτήρα των γονέων των
Εν το παλληκάρι τους Φράγκους
(1940)
Λέγεται δι' όσους καυχώνται ότι κάτι είναι, ενώ πράγματι δεν είναι τίποτε
Ρίσκει μας ροτσιές
(1920)
Σημείωση: Ροτσιά = πέτρες
Ο πελλός είδεν το κανίσσιν τζ' εχάρη, τζ' ο φρόνιμος εμαράζωσεν
(1940)
Διότι το δώρον απαιτεί αντίδωρον και επομένως δαπάνην
Όσπου στέκεται το πλάσμα στέκεται τζαι το κκισμέτιν του
(1940)
Ενόσω ζώμεν δυνάμεθα να ελπίζομεν βελτίωσιν της θέσεώς μας
Κκισμέτιν κόψης κκισμέτιν εγ γίνεται
(1940)
Ο προσπαθών να ματαιώση συνοικέσιον δύναται να επιτύχη όχι όμως και ο σκοπός, ο γάμος εκείνης δι ην ειργάσθη
Η κατάρα σου γαούριν τζ' εγιώ που πάνω καωαλλούριν
(1940)
Δυσειδαίμων έκφρασις προς αποφυγήν κατάρας
Το κανίσσιθ θέλει αντικάνισσον
(1940)
Εξοφλούμεν την υποχρέωσιν προσφέροντες δώρον
Χωρίς κέρτος τζέρρατα
(1940)
Ο χάριν φιλίας επεμβαίνων εις ξένας υποθέσεις έχει ενοχλήσεις χωρίς κανένα κέρδος
Που ακούει μιάλον τρύος έπαιρνε μιτσί καλάχι
(1920)
Ερμηνεία: επί διαψεύσεωςη ή επί επιτυχίας ασήμαντων πραγμάτων όθεν ήλπιζε τις να επιτύχη μεγάλα πράγματα
Άλλα 'ν' τα μάτια του λαγού κι' άλλα της κουκουβάιας
Ερμηνεία: επί ανεγνωρισμένης υπεροχής τινος εν συγκρίσει πρός άλλο τι
Ως τζ' οι γέροντες τζ' οι ρκάες, τον τσιρίπουρτον εμπκιάσαν
(1940)
Όταν και οι παρήλικες είναι επιρρεπείς εις την έκλυσιν των ηθών
Τζαι να πης πως το γάλαν το γλυτζύν εν άσπρον, εμ πιστεύκομαι
(1940)
Ενδεικτική πλήρους ελλείψεως εμπιστοσύνη
Πο τζειν' το πλευρόν τζοιμήθου
(1940)
Ειρωνικώς, μείνε ήσυχος, μ' αυτήν την ελπίδα
Ο άδρωπος ο ξένος τζι ο στραβός εν έναν
(1931)
Ο άνθρωπος δηλαδή πούναι ξένος σ' ένα μέρος μοιάζει σαν στραβός
Επήεν να χαρτωθή τζι αρμάστην
(1931)
Πήγε ν' αρραβωνιαστή και παντρεύτηκε
Που μαλλαφά τα νήματα τ' άντερά του μέσα ελ λύματα
Σημείωση: Μαλλαφώ = ψηλαφώ, πιάνω με τας χείρας μου
Όπου τζι αν πα η κλανναρκά τον κωλόν της κρατί του
(1951)
Λέγεται δι' εκείνους οι οποίοι όπου ήθελον μεταβεί κουβαλούν μαζί την τα ελαττώματά των
Πε, πε, εν να το πη τζι ο κώλος σου
(1931)
Άμα ένα ευχάριστο για σένα πράμα, το λες και το ξαναλές απ' την χαρά σου
Όποιος λυπάται του κάττου το ψουμίν τρων οι ποντιτζιοί τα ρούχα του
(1954)
Ερμηνεία: Επί των τσιγκούνηδων
Είδες δκυό τζαι μαλλώνουν; Κάμε πως δεν τους είδες
(1940)
Ούτω αποφεύγομεν κάθε δυσάρεστον επακόλουθον
Το καλόν αρτίν ξεχουρίζει που την μάντραν
(1953)
Λέγεται επί ανθρώπων οι οποίοι από νεαράς ηλικίας διακρίνονται ότι θα ευδοκιμήσουν
Η καμήλα τζ' αψ ψωρκάση, πάλισ σηκώνει γομάριν για πολλούς γαάρους
(1940)
Ο πλούσιος, και αν υποστή σημαντική ζημίαν, έχει περισσότερα χρήματα από πολλούς ομού πτωχούς
Εν το σελλίν της μαμμόυς
(1940)
Παλαιότερον το “σελλίν” είδος καθέδρας, ήτο απαραίτητον δι εκμαιεύσεις. Μεταφορικώς δι όσους είναι επιτήδειος να εκμαιεύσουσι συμβιβασμούς και συμφιλιώσεις
Μεμ μ αρωτάς έκουμαι. Αρώτα με που πάω
(1940)
Μη ζητάς ποιά είναι η καταγωγή μου, λαλά ποιός είμαι
Όποιος αρgά εξύπνησεν, θαρκιέται πως οι άλλοι τζοιμούνται
(1940)
Δι όσους νομίζουσι πως λέγουσιν ή κάμνουσιν κάτι το σοβαρόν
Η όρνιθα γεννά τ' αβκόν, ο πετεινός ειντάπαθεν τζαι κράζει;
(1940)
Δι όσους θορυβούσι ζωηρότερον παρά εκείνος που έπαθεν
Ο ξένος τζ' ο αφάτσητος, μοιάζουσι με τοσ στραόν
(1940)
Ο τυφλός και ο ξένος φέρεται εική και ως έτυχε
Όμοιος τον όμοιον, τζ' η κοπριά τα λάχανα
(1940)
Τα λάχανα ευδοκιμούσι εις κοπρισμένον αγρόν
Ήρτεν ο μασσός να βκάλη λόον
(1940)
Δια τους άνευ γνώσεων και πείρας εκφραζομένους αυθεντικώς εις σοβαράς υποθέσεις
Κολοκούδκια με τηρ ρήγανην
(1940)
Λέγεται επί διηγήσεως απιθάνου ηρτυμένης με πολλά ψεύδη
Το γαδούριν το μιτσίν πάντα πουλαροδείχνει
(1953)
Ο μικρός άνθρωπος όσον και αν σοβαρεύεται, θα κάνη κάτι που θα δείχνη ότι δεν έχει ωριμάσει ακόμη, μιτσίν(το) = μικρό
Τον έκατσεν εις το σκαμνίν
(1925)
Τον εκάθισεν εις το εδώλιον του κατηγορουμένου
Δανείζου, καλοπκιόρωννε, τζ' αι πάλε στράφου τζ' έπαιρνε
(1948)
Ερμηνεία : Να εξοφλάς τις υποχρεώσεις και τότε θα σου παρέχουνται νέες
Όποιος πειράζει τον γάιδαρο πίνει και τους πόρδους του
(1948)
Ερμηνεία: Όποιος πειράζει ένα πρόστυχο άνθρωπο θα τραβήξη και τα επακόλουθα
Απού πειράζει τογ γάδαρον πίνει τες πορκιές του
(1948)
Ερμηνεία: Όποιος πειράζει ένα πρόστυχο άνθρωπο θα τραβήξη και τα επακόλουθα
Στα γεράματά μας, τζ'έρρατα
(1948)
Ερμηνεία: Για κομψευόμενους γηραλέους
Όσον να θέλη ο Θεός δυνάται να βρέξη τζ'αί να μεν -ι- δρέψη
(1931)
Άμα να θέλη ο Θεός μπορεί να βρέξη και να μη μας θρέψη. Για την παντοδυναμία του Θεού. Η βροχή θεωρείται σαν μια καλή απόδειξη για μία καλή εσοδειά κι εν τούτοις άμα θέλη ο Θεός!
Όπου σπίτισ σου, τζ' όπου αυλή δική σου
(1931)
Για κείνους που δε λαμβάνουν υπόψιν πως είναι σερ ξένο σπίτι ή που δεν κάνουν διάκριση ιδιοκτησίας
Πρόσωπα που δεθ θωρκούνται, γλήορα πογλησμονιούνται
(1931)
Πρόσωπα που δε βλέπουνται, γρήγορα λησμονιούνται
Γλέπου, να σε γλέπη τζι ο Θεός
(1931)
Δηλαδή φυλάγου, να σε φυλάγη κι ο Θεός
Του κόσμου τ' αναγέλαστρον του κόσμου αναγελά του
(1920)
Σημ.: Αναγελώ=κατακρίνω, περιγελώ, συντάσσεται μετά γενικής
Ηύρες το χωρκόδ δίχως ςςhύλλοj jσαι παρπατείς δίχως βέργκαν
(1930)
Ερμηνεία: Επί των αυθαιρέτων, οι οποίοι κάμνουν ό,τι θέλουν, διότι δεν υπάρχουν ισχυρότεροι να τους επιβληθούν και να τους αναχαιτήσουν
Πάσκασε, καλόηρε, jαι πάλε φα' κρομμύδιν
(1930)
Ερμηνεία: Επί των απόρων των τρεφομένων με την ιδίαν ευτελή τροφήν και μη δυναμένων ν' αγοράσουν κάτι καλύτερον
Εμείναμεσ΄σαν τομ παπάδ δίχως προσφορά
(1930)
Ερμηνεία: Επί των μη δυναμένων να συνεχίσουν την εργασίαν των, διότι τους έλειπαν τα μέσα
Πάλε jηνούργια βάσανα, πάλε jηνούργκες λύπες
(1930)
Ερμηνεία: Επί πληττομένων επανειλημμένος υπό δεινών αλλεπαλλήλων
Ηύρες το χωρκόν με δίχως σιύλλους τζιαι περπατάν με δίχως βέρκαν
(1951)
Βρήκες το χωριό ψωρίς σκύλους και περπατάς δίχως βέργα
Παιδίσ σου τζιαι σιυλλίσ σου κατά που το μάθεις
(1951)
Το παιδί σου και το σκυλί σου όπως το μάθεις
Που τοσ σιανόμ ποταμόν να φοάσαι
(1951)
Από το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι
Απου θέλει τα πολλά χάννει τζιαι τα λλία
(1951)
Όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα
Γυιόν της πουτάνας μεν πάρης, κόρην της πουτάνας πάρε
(1951)
Υιόν της πουτάνας μην πάρης κόρην της πουτάνας πάρε
Εν της παπαδκιάς τα ξύλα
(1953)
Ερμηνεία: Όταν είναι κάτι ιδικό μας το προσεχομεν, εν: είναι
Που λιμασμένον γάδαρον καρτέρηνε ποτάγια
(1940)
Όπως ο πεινών δεν καταλείπει τροφήν και ο διψών χρήμα δεν αφήνει να κερδίση και άλλος
Μεγάλολ λόομ μεμ πης, πονοτζέφαλομ μεν έσεις
(1940)
Ο εκφράζων την σκέψιν του ελευθέρως έχει ενοχλήσεις
Λόγια άπρεπα, τ' αφέβτη τους μεινίσκουν
(1940)
Ο υβριστής παραβλάπτει την αγαθήν δι' αυτόν γνώμην
Οι πόρτες εγ για ναβ βαδωμένες, τζαι τα παραθύρκα ανοιχτά
(1940)
Η κλειστή πόρτα εξασφαλίζει την ησυχίαν μας, και με ανοικτά παράθυρα αερίζονται τα δωμάτια
Όποιος πολλοτεντώνεται, γλήορα ταπεινώνεται
(1940)
Ο καυχώμενος και μεγαλοφρονών, ξεσκεπάζεται και ταπεινούται
Εφάαν οι ποντιτζοί τα ρούχα μας
(1940)
Δια τους αμελούντας τα συμφέροντά των, που δια τουτο παραβλάπονται
Ο οκνιάρης είναι τα βαρυγομαρκάρης
(1919)
Εις τους θέλοντες να μεταφέρουν φορτία τινά όσο το δυνατόν ταχύτερον εξ βασανιζομένης αδίκως, ενώ στα της υπομονής κ΄ αναλόγως των δυνάμεών των δύνανται να τα μεταφέρουν άνευ βασάνων
Που τοσ σιανόμ ποταμόν να φοάσαι
(1931)
Δηλαδή τους σιγανούς ανθρώπους να φοβάσαι
Pesh tamboura, tord οκκά
(1931)
Πέντε πεπόνια, τέσσερις οκάδες. τουρκικη παροιμία σε δείξη μεγάλης αδιαφορίας για ένα ζήτημα
Ο Σατανας έσει πολλά πόκια!
(1931)
Όταν συμβή κανένα πολύ απρόοπτο δυστύχημα
Μεγ κάτσης με πολιτιτζήν, τζαι πει σου τάσει τζείνη, τζαι πει σου λόγια περισσότερα, τζαι κάτζη την καρκιάσ σου
(1940)
Ερμηνεία: Επί επιρριπτοντων τα δικά των ελαττώματα εις άλλους